Sunday, January 31, 2010

Βαν Γκογκ: αποκάλυψη τώρα

Παραμονή Χριστουγέννων του 1888 έμελλε να αλλάξει η ιστορία της μοντέρνας τέχνης. Η αστυνομία βρήκε μες στα αίματα, ημιλιπόθυμο, έναν Ολλανδό ζωγράφο στο διάσημο πια «Κίτρινο σπίτι», που πήρε το όνομά του κάπως πεζά από το χρώμα της πρόσοψής του.

Tο έργο «Ο Σπορέας το ηλιοβασίλεμα»

Tο έργο «Ο Σπορέας το ηλιοβασίλεμα»

Πριν από λίγες ώρες είχε χαρίσει τον λοβό τού αυτιού του (ή ολόκληρο το αυτί, οι ιστορίες διαφέρουν) σε μια πόρνη ονόματι Ρασέλ. Σαν χριστουγεννιάτικο δώρο. Η αστυνομία ανέκρινε τον συγκάτοικό του, τον Γάλλο ζωγράφο Πολ Γκογκέν, που ισχυρίστηκε ότι ο φίλος του ακρωτηρίασε το αυτί μέσα στον παροξυσμό του.

Γνωστή ιστορία. Ακόμη και οι πέτρες ξέρουν ότι ο Βίνσεντ βαν Γκογκ ήταν ένας τρελός αλλά ιδιοφυής καλλιτέχνης, που έκοψε το αυτί του και πέθανε άσημος και φτωχός. Σήμερα, ακόμη και ελάχιστα από τα αριστουργήματά του να εκτίθενται, συγκεντρώνουν πλήθη πολύ μεγαλύτερα από ολόκληρο τον πληθυσμό της Αρλ εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων.

Από τον περασμένο Οκτώβριο, ο μύθος του ξαναγράφεται. Το μουσείο «Βαν Γκογκ» στο Αμστερνταμ ξόδεψε 15 χρόνια για να δώσει στη δημοσιότητα τον «αληθινό» ζωγράφο. Μελέτησε διεξοδικά τα περίπου 900 γράμματά του που έχουν διασωθεί -περισσότερες από 2.000 σελίδες- ταύτισε τα αποσπάσματα, ακόμη και από τη Βίβλο, που χρησιμοποίησε, βρήκε όλα τα έργα που σχεδίασε πρώτα στα γράμματά του και τα εξέδωσε σε πέντε τρίγλωσσους τόμους (αγγλικά, γαλλικά και ολλανδικά) από τις εκδόσεις «Thames and Hudson».

Η μελέτη αποκαλύπτει ότι ο Βαν Γκογκ ήταν κάτι παραπάνω από αυτό που ο μύθος του μας έχει κληροδοτήσει. Η έκδοση συνοδεύτηκε από την έκθεση «Van Gogh's Letters: the artist speaks», μέρος της οποίας μεταφέρθηκε τώρα στη Royal Academy του Λονδίνου, με τίτλο «Ο αληθινός Βαν Γκογκ. Ο καλλιτέχνης και τα γράμματά του», σημειώνοντας τεράστια επιτυχία... ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ

Πέθανε ο ζωγράφος Γ.Θ. Γεωργιάδης

Πέθανε το Σάββατο, στο Ηράκλειο Κρήτης σε ηλικία 76 ετών, ο ζωγράφος Γιώργος Θωμά Γεωργιάδης. Αφησε ένα σημαντικό ζωγραφικό έργο, ενώ υπήρξε άνθρωπος υψηλής και καθολικής παιδείας.

Ο Τσαρούχης και ο Αλέξανδρος Ιόλας εκτιμούσαν ιδιαίτερα το έργο του και ο δεύτερος ήταν αυτός που τον ανέδειξε στο αθηναικό καλλιτεχνικό στερέωμα. Μετά την καταξίωσή του όμως επέλεξε την μόνιμη επιστροφή στην ιδιαίτερη πατρίδα του το Ηράκλειο, όπου συνέχισε τη δημιουργία του. Μία μέρα πριν από το θάνατο του, τον τίμησε ο Πολιτιστικός Σύλλογος της Ουνέσκο "Κνωσός" για την πολιτιστική του προσφορά εκδήλωση στην οποία ήταν παρών. Έργα του υπάρχουν σε σημαντικές εικαστικές συλλογές. Η κηδεία του θα γίνει αύριο μεσημέρι στις 3 στον Ιερό Ναό του Αγίου Τίτου στο Ηράκλειο.

Ο εικαστικός λαβύρινθος του ΥΠΠΟ

Το ερώτημα αν επιχορηγείται ένας καλλιτέχνης προσωπικά για να παραγάγει ένα φιλόδοξο έργο, για να συμμετάσχει σε μια διεθνή έκθεση ή για να εκδώσει έναν κατάλογο με τη δουλειά του είναι σύνθετο. Ως έχουν τα πράγματα, επιχορηγούνται κάποιοι. Ακριβέστερα, δεν είναι αδύνατον να επιχορηγηθεί κάποιος και καλλιτέχνες έχουν λάβει ενισχύσεις κατά καιρούς. Απλώς, υπόκειται στις πάγιες περιπλοκές που έχουν χαρακτηρίσει το υπουργείο Πολιτισμού εδώ και χρόνια. Καθ΄ ύλην αρμόδια να εισηγηθεί μια τέτοια επιχορήγηση για έναν καλλιτέχνη είναι η Διεύθυνση Εικαστικών Τεχνών του ΥΠΠΟ, όπου ο καλλιτέχνης θα έπρεπε να απευθύνει το αίτημά του, ωστόσο το πώς ακριβώς απευθύνεται το αίτημα, σε ποιους χρόνους, με ποια μορφή κτλ. δεν είναι ούτε σαφή ούτε γνωστά στην εικαστική κοινότητα. Και, φυσικά, κυριαρχεί πάντοτε η αίσθηση ότι κάποιον πρέπει να γνωρίζεις, όχι απαραιτήτως επειδή έτσι θα εξασφαλίσεις την επιχορήγηση, αλλά επειδή τουλάχιστον έτσι θα ανακαλύψεις πιθανώς ποιος είναι αρμόδιος και πώς πρέπει να του απευθυνθείς. Φυσικά, στη συνέχεια ο αρμόδιος θα αποδειχθεί ότι δεν γνωρίζει και τόσο καλά το θέμα, οι καθυστερήσεις θα είναι μεγάλες, θα αλλάξουν και δυο-τρεις θέσεις, θα εξαγγελθεί αλλαγή στο σύστημα που δεν γνώριζες και θα χρειαστούν μήνες για να αντικατασταθεί με ένα νέο σύστημα που επίσης δεν γνωρίζεις και πάει λέγοντας. Ακόμη και αν εγκριθεί η επιχορήγηση, συνηθέστατα θα είναι αφότου έχει παρέλθει ο λόγος για τον οποίον τη χρειαζόσουν και είτε θα έχεις βρει άλλον τρόπο να καλύψεις τα έξοδα είτε θα τα έχεις παρατήσει. Γι΄ αυτό και πολλοί καλλιτέχνες καταλήγουν να απευθύνονται σε ιδιωτικά κοινωφελή ιδρύματα, τα οποία εφαρμόζουν ασφαλώς σαφή και ορθολογική πολιτική, όπως είναι το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, το Ιδρυμα Αλέξανδρος Ωνάσης ή το Ιδρυμα Ι. Φ. Κωστοπούλου.

Η διεθνής πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Πάμπολλες χώρες (Γερμανία, Ισπανία, Νορβηγία, Βέλγιο, Μ. Βρετανία, Γαλλία, Φινλανδία, Δανία, Πορτογαλία, Ολλανδία, Ελβετία, Κύπρος, Μεξικό, ΗΠΑ, Καναδάς κ.ά.) έχουν θεσπίσει ειδικές διαδικασίες για το πώς ένας καλλιτέχνης μπορεί να επιχορηγηθεί από δημόσιες πηγές. Συνήθως το ίδιο το ΥΠΠΟ δεν κατανέμει κονδύλια απευθείας, όπως κάνει ενίοτε το δικό μας. Θεσπίζει ένα ίδρυμα, με συγκεκριμένο ετήσιο προϋπολογισμό, και το στελεχώνει με ειδικούς, οι οποίοι δημοσιοποιούν σειρά ακριβών οδηγιών για το πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις ένας καλλιτέχνης (αλλά, παρεμπιπτόντως, και ένας φορέας από την ίδια χώρα ή από άλλη) μπορεί να ζητήσει επιχορήγηση. Αν πληροί τις προϋποθέσεις, επιχορηγείται. Και γι΄ αυτόν, κυρίως, τον λόγο οι διεθνείς εκθέσεις, αλλά και η διεθνής κριτική και η κυοφορούμενη ιστορία της τέχνης, είναι γεμάτες καλλιτέχνες από όλες αυτές τις χώρες, όχι όμως από την Ελλάδα. (Για να αρχίσουμε καν να μιλούμε για την αξία ενός καλλιτέχνη, πρέπει πρώτα από όλα να είναι παρών.)

Για να το ξεκαθαρίσουμε: δεν είναι δουλειά των κρατικών επιχορηγήσεων σε καμία χώρα που σέβεται τον εαυτό της να αποτελούν δεκανίκι για οποιονδήποτε θέλει να είναι καλλιτέχνης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το κράτος δεν στηρίζει την καλλιτεχνική παραγωγή με τρόπο που να προάγει μια συγκεκριμένη πολιτιστική πολιτική: ενισχύει καλλιτέχνες να συμμετάσχουν σε μεγάλες διεθνείς μπιενάλε, χρηματοδοτεί προγράμματα ανταλλαγής μεταξύ χωρών, υποστηρίζει την έρευνα ξένων επιμελητών και ιστορικών στη χώρα του ή δικών του σε άλλες χώρες, οικοδομεί εργαστήρια τα οποία διαθέτει σε νέους καλλιτέχνες με χαμηλό κόστος, στηρίζει οικονομικά την έκδοση μη εμπορικών αλλά χρήσιμων βιβλίων και τη δημιουργία ερευνητικών ψηφιακών αρχείων κτλ. Οι περισσότερες χώρες έχουν ακριβή και αποτελεσματικά συστήματα για την επίτευξη τέτοιων στόχων. Εμείς όχι, και θα έπρεπε.

Thursday, January 28, 2010

Βαρύ πυροβολικό για να σωθεί το «Φιξ»

Ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης και διακεκριμένος νομικός Μιχάλης Σταθόπουλος και η διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Αννα Καφέτση, με ενισχυμένο ρόλο και από τη θέση του προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, επιστρατεύονται από το υπουργείο Πολιτισμού για να επιλύσουν το χρόνιο στεγαστικό πρόβλημα του πολύπαθου μουσείου.

Αννα Καφέτση- Ο καθηγητής Μιχάλης Σταθόπουλος

Αννα Καφέτση- Ο καθηγητής Μιχάλης Σταθόπουλος

Η λύση μοιάζει πιο κοντά από ποτέ μετά τις χθεσινές αποφάσεις του ΥΠΠΟ.

Το υπουργείο συστήνει νομικοτεχνική επιτροπή με πρόεδρο τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης, η οποία «θα κληθεί να προωθήσει το κατασκευαστικό έργο του μουσείου κι όλα τα συναφή νομικής φύσεως θέματα». Καλό θα ήταν, βέβαια, αυτή η επιτροπή να είχε συσταθεί χρόνια πριν, προτού φτάσει το έργο στο οριακό σημείο που βρίσκεται σήμερα.

Να υπενθυμίσουμε ότι η εργολήπτρια εταιρεία ΒΙΟΤΕΡ που είχε αναλάβει, προ διετίας, την ανακαίνιση του «Φιξ», δεν την ξεκίνησε ποτέ ισχυριζόμενη ότι οι μελέτες ήταν προβληματικές. Το Μουσείο την κήρυξε έκπτωτη θεωρώντας τους ισχυρισμούς της αβάσιμους. Στις 18 Ιανουαρίου εκδικάστηκαν και τα ασφαλιστικά μέτρα που κατέθεσε η ΒΙΟΤΕΡ κατά της συγκεκριμένης απόφασης του ΕΜΣΤ και η απόφαση αναμένεται τους επόμενους μήνες.

Μέλη της νομικοτεχνικής επιτροπής, υπό τον Μιχάλη Σταθόπουλο, είναι προσωπικότητες που μπορούν να χειριστούν τα σύνθετα προβλήματα του Μουσείου: η δικηγόρος Βικτωρία Ευθυμιάδου, ο αρχιτέκτων και καθηγητής του ΕΜΠ Νικόλαος Καλογεράς, η διευθύντρια του ΕΜΣΤ Αννα Καφέτση, ο γενικός διευθυντής δραστηριοτήτων Εθνικής Τράπεζας Αγης Λεόπουλος και ο μηχανολόγος μηχανικός Κωνσταντίνος Φιλιππίδης.

Ακόμα πιο συμβολική και σημαντική είναι η επιλογή του Παύλου Γερουλάνου, να οριστεί πρόεδρος του Δ.Σ. του ΕΜΣΤ η επί δέκα χρόνια διευθύντριά του. Ενισχύει απόλυτα τη θέση της Αννας Καφέτση, την οποία στο παρελθόν τα μέλη του Δ.Σ. υπονόμευαν, έχοντας μαζί της διαφωνίες ακόμα και σε καλλιτεχνικά θέματα και ισχυρές απόψεις σε ζητήματα που δεν ανήκαν στις αρμοδιότητές τους. Η κατάσταση αυτή δυσχέραινε δραματικά τη λειτουργία και ευελιξία του Μουσείου.

Αντιπρόεδρος του νέου Δ.Σ. είναι ο καθηγητής Μ. Σταθόπουλος και μέλη η δικηγόρος Β. Ευθυμιάδου, ο αρχιτέκτων Ν. Καλογεράς, η ιστορικός Τέχνης Νίκη Λοϊζίδη, ο αρχιτέκτων και καθηγητής του ΕΜΠ Τάσος Κ. Μπίρης, ο ζωγράφος και πρώην πρύτανης της ΑΣΚΤ Χρόνης Μπότσογλου, το διοικητικό επιχειρηματικό στέλεχος Σοφία Στάικου και εκπρόσωπος του Εικαστικού Επιμελητηρίου. *

Wednesday, January 27, 2010

Ολος ο Μπότσογλου σε μία έκθεση

  • Εγκαινιάζεται απόψε στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης η μεγαλύτερη ως σήμερα αναδρομική του σημαντικού ζωγράφου

  • ΤΟ ΒΗΜΑ, Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

Η αναδρομική έκθεση του Χρόνη Μπότσογλου, ενός από τους σημαντικότερους ζωγράφους της ελληνικής μεταπολεμικής τέχνης, εγκαινιάζεται απόψε στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ). Η έκθεση αποτελεί τη μεγαλύτερη ως σήμερα αναδρομική του καλλιτέχνη και παρουσιάζει περισσότερα από 170 έργα- ζωγραφική, σχέδια, γλυπτική, κατασκευές, χαρακτικά, ψηφιακές εικόνες, εικονογραφήσεις, αντικείμενα- τα οποία εκτείνονται χρονικώς από τη δεκαετία του 1950 ως σήμερα και συγκεντρώνονται για πρώτη φορά από έναν μεγάλο αριθμό μουσείων, ιδρυμάτων, πινακοθηκών και ιδιωτικών συλλογών. Την έκθεση, η οποία θα διαρκέσει ως τις 18 Απριλίου, θα εγκαινιάσει ο υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού κ. Π. Γερουλάνος.

Με άξονα το ανθρώπινο σώμα, θέμα που διατρέχει το σύνολο σχεδόν της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Μπότσογλου, η έκθεση ιχνηλατεί τη θέση του καλλιτέχνη απέναντι στην κριτική διάσταση της αναπαράστασης και τον κοινωνικό ρόλο του δημιουργού, την αναμέτρησή του με διαχρονικά ερωτήματα, όπως η αβεβαιότητα και η τρωτότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ο κύκλος της ζωής και του θανάτου και ο φόβος της φθοράς, η έννοια του βιωμένου χώρου, ο ρόλος της μνήμης, αλλά και τη σχέση του έργου του με το ίδιο παρελθόν και την ιστορία της τέχνης. Την επιμέλεια της έκθεσης έχει η Τίνα Πανδή.

Ο ίδιος ο ζωγράφος, στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου ήταν φειδωλός στα λόγια, επαναλαμβάνοντας απλώς: «Αυτά είναι όσα έκανα.Δεν είναι και πολλά. Ευχαριστώ όσους με ανέχθηκαν» .

Στην έκθεση θα παρουσιαστούν τα σημαντικότερα έργα των βασικών ενοτήτων της καλλιτεχνικής δημιουργίας του: έργα των δεκαετιών 1960 και 1970, οι ενότητες «Η εικόνα του σώματος» (1979-1992), «Λιοτριβιά» (1978-1986), «Σελίδες ημερολογίου» (1980-1990), η πολύπτυχη μνημειακή ζωγραφική εγκατάσταση «Νέκυια» (1993-2000), καθώς επίσης, για πρώτη φορά, η τελευταία σημαντική ενότητα του καλλιτέχνη με τίτλο «Αναφορές» (2002-2009), μια σειρά φανταστικών πορτρέτων πέντε καλλιτεχνών ( Φρ. Μπέικον, Β. Βαν Γκογκ, Α.Τζιακομέτι, Γ.Μπουζιάνης, Γ.Χαλεπάς ) που επέδρασαν καταλυτικά στη ζωγραφική σκέψη του.

Παράλληλα με την έκθεση του Χρόνη Μπότσογλου, το ΕΜΣΤ εγκαινιάζει τη σειρά «Νέες Παραγωγές 2010» η οποία συνίσταται σε παραγγελίες νέων έργων στο Ρroject Room του μουσείου. Το πρώτο έργο της εφετινής χρονιάς είναι το «Red Εyed Sky Walkers» της Τζένης Μαρκέτου. Πρόκειται για μια εγκατάσταση που παρουσιάζεται στο περιστύλιο του κτιρίου του Ωδείου Αθηνών και στην Αίθουσα Νέων Εργων του μουσείου. Ο επισκέπτης θα συναντήσει 99 κόκκινα μετεωρολογικά μπαλόνια στην είσοδο του μουσείου, στα εννέα από τα οποία είναι τοποθετημένες μικρές ασύρματες βιντεοκάμερες. Οι κάμερες καταγράφουν την κίνηση των περαστικών και τις δραστηριότητες των ανθρώπων που συχνάζουν στον χώρο. Το οπτικό υλικό που προκύπτει προβάλλεται σε πραγματικό χρόνο στο Ρroject Room.

Στο έργο αυτό ο θεατής είναι αντικείμενο παρακολούθησης και συγχρόνως παρατηρητής αφού, μπαίνοντας στο μουσείο, συνειδητοποιεί ότι γίνεται ο ίδιος κοινωνός της πληροφορίας. Την επιμέλεια της νέας παραγωγής έχει η Δάφνη Βιτάλη. Η Τζένη Μαρκέτου θα μιλήσει για τη δουλειά της στο κοινό αύριο στις 19.00.

Τέλος, στη σειρά «Καλλιτέχνης του μήνα» το ΕΜΣΤ παρουσιάζει το σύνολο των έργων του Τόνι Αουρσλερ που έχει στη συλλογή του, σε επιμέλεια του Σταμάτη Σχιζάκη. Ο Αουρσλερ θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες βίντεο, με ξεχωριστή προσωπική γραφή και μεγάλη συνεισφορά στη διερεύνηση των δυνατοτήτων του μέσου αυτού. Πού και πότε
η Απόψε στις 20.00

Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Κτίριο Ωδείου Αθηνών, Βασ. Γεωργίου Β΄ 17-19 & Ρηγίλλης

Τηλ. 210 9242.111-3, www. emst.gr

Ορίστηκε νομικοτεχνική επιτροπή για την ολοκλήρωση του ΕΜΣΤ

  • Και νέο δ.σ. ανακοίνωσε το υπουργείο Πολιτισμού

Τη σύσταση νομικοτεχνικής επιτροπής που θα είναι επιφορτισμένη με την προώθηση του κατασκευαστικού έργου του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης καθώς και το νέο δ.σ. του ΕΜΣΤ ανακοίνωσε το υπουργείο Πολιτισμού.

Η νομικοτεχνική επιτροπή, που θα κληθεί να προωθήσει και όλα τα συναφή με το μουσείο νομικής φύσεως θέματα αποτελείται από τους εξής:

  1. Μιχάλης Σταθόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών (πρόεδρος)
  2. Βικτώρια Ευθυμιάδου, Δικηγόρος
  3. Νικόλαος Καλογεράς, Αρχιτέκτων, Ομότιμος Καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
  4. Άννα Καφέτση, Kαλλιτεχνική Διευθύντρια του ΕΜΣΤ
  5. Άγης Λεόπουλος, Γενικός Διευθυντής Διεθνών Δραστηριοτήτων Εθνικής Τράπεζας
  6. Κωνσταντίνος Φιλιππίδης, Μηχανολόγος Μηχανικός
Παράλληλα το υπουργείο ανακοίνωσε και τα μέλη του νέου δ.σ. του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Πρόκειται για τους:

  1. Άννα Καφέτση, καλλιτεχνική διευθύντρια του ΕΜΣΤ (πρόεδρος)
  2. Μιχάλης Σταθόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών (αντιπρόεδρος)
  3. Βικτώρια Ευθυμιάδου, Δικηγόρος
  4. Νικόλαος Καλογεράς, Αρχιτέκτων, Ομότιμος Καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
  5. Νίκη Λοϊζίδη, Ιστορικός Τέχνης, Καθηγήτρια Σχολής Καλών Τεχνών
  6. Τάσος Κ. Μπίρης, Αρχιτέκτων, Ομότιμος Καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
  7. Χρόνης Μπότσογλου, Ζωγράφος, Ομότιμος Καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών
  8. Σοφία Στάϊκου, Διοικητικό Επιχειρηματικό Στέλεχος Εκπρόσωπος του Εικαστικού Επιμελητηρίου

Sunday, January 24, 2010

Mama Africa

Οι επιρροές που άσκησε η αφρικανική τέχνη στο μοντερνισμό παρουσιάζονται σε μια έκθεση στην Πινακοθήκη Τέιτ του Λίβερπουλ

Στις αρχές του 1900 ο Πάμπλο Πικάσο ανακάλυψε την αφρικανική τέχνη στο Εθνογραφικό Μουσείο του Τροκαντερό στο Παρίσι. Στα δικά του μάτια, οι μάσκες και τα αγάλματα που τον επηρέασαν μεταξύ άλλων και για τις περίφημες «Δεσποινίδες της Αβινιόν» δεν ήταν απλώς γλυπτά, αλλά μαγικά αντικείμενα. «Η ζωγραφική δεν είναι αισθητική λειτουργία», δήλωνε τότε. «Είναι μια μορφή μαγείας που παρεμβάλλεται μεταξύ του εαυτού μας και ενός εχθρικού κόσμου».

Ο κορυφαίος ζωγράφος του 20ού αιώνα δεν ήταν ο μόνος που εμπνεύστηκε από την εξωτική, πρωτόγονη, αυθεντική τέχνη της Αφρικής. Οι Φερνάρ Λεζέ, Κονσταντίν Μπρανκούζι, Μαν Ρέι, Αμεντέο Μοντιλιάνι είχαν τις ίδιες ανησυχίες.

Τα έργα τους περιλαμβάνονται στην έκθεση με τίτλο «Αφρο-Μοντέρνο: Ταξίδια μέσω του Μαύρου Ατλαντικού», που εγκαινιάζεται την Παρασκευή στην Πινακοθήκη Τέιτ, στο Λίβερπουλ, με διττό στόχο: ερευνά την επίδραση της αφρικανικής κουλτούρας στον μοντερνισμό και ταυτόχρονα τον ρόλο που έπαιξαν οι μαύροι καλλιτέχνες και διανοούμενοι στη διαμόρφωση αυτού του καλλιτεχνικού κινήματος που παραμένει ζωντανό.

Πρώτη φορά μια έκθεση εστιάζει στο δίκτυο επαφών και επικοινωνίας που συνέδεσε την Αφρική και τον πολιτισμό της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής και της Καραϊβικής με την Ευρώπη. Ο τίτλος της έκθεσης είναι δανεισμένος από το βιβλίο του Πολ Γκιλρόι που εκδόθηκε το 1993 και ο οποίος πρώτος χρησιμοποίησε τον όρο «Μαύρος Ατλαντικός» για να περιγράψει την ανάμιξη του πολιτισμού των μαύρων με άλλους πολιτισμούς γύρω από τον Ατλαντικό, αλλά και τη νέα, «υβριδική» τέχνη που προέκυψε από αυτές τις ανταλλαγές.

Θα εκτεθούν 140 έργα 60 καλλιτεχνών. Κομβική φιγούρα είναι ο Ααρον Ντάγκλας, ο αφροαμερικανός καλλιτέχνης των αρχών του περασμένου αιώνα, ο οποίος πρωτοστάτησε στο ρεύμα της Αναγέννησης του Χάρλεμ με μανιφέστο την προώθηση της «μαύρης συνείδησης» στις ΗΠΑ. Οι καλλιτέχνες και διανοούμενοι που το ασπάστηκαν ερεύνησαν την αφροαμερικανική ιστορία και έθεσαν ερωτήματα για την αυθεντία του ενός πολιτισμού, για τον λευκό πατερναλισμό και τον κοινωνικό ρατσισμό.

Ο Ντάγκλας ενσωμάτωσε στο έργο του τα τοπία και τη ζωή της Αφρικής, από ένα φανταστικό παρελθόν και τα συνδύασε με μοντέρνες φόρμες. Την ίδια εποχή, οι ευρωπαίοι καλλιτέχνες ανακάλυπταν την τέχνη της Αφρικής, της Ινδονησίας, του Βόρειου Ειρηνικού, περισσότερο στα μουσεία και λιγότερο ταξιδεύοντας. Ο Πικάσο, παθιασμένος από «πρωτόγονο» αίσθημα, περνούσε ώρες στα παρισινά μουσεία μελετώντας και αντιγράφοντας αφρικανικές μάσκες και αρχαία ιβηρικά αγαλματίδια. Μάλιστα, είχε κατηγορηθεί ότι ήταν κλεπταποδόχος τέτοιων αρχαιοτήτων και αναγκάστηκε να τα επιστρέψει για να μην τον συλλάβει η αστυνομία.

Στο Παρίσι του 1920 αναπτύχθηκε και η «νεγροφιλία». Η Ζοζεφίν Μπέικερ με τον εξωτικό χορό της ήταν στις δόξες της και πρωτοποριακοί καλλιτέχνες προωθούσαν τη μαύρη κουλτούρα με το χορό, τη μουσική, τη μόδα, σαν ένα είδος αντίστασης και διαφοροποίησης στην αναγέννηση της ευρωπαϊκής κουλτούρας μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο.

Η δεύτερη ενότητα της έκθεσης εστιάζει στη δουλειά της Μάγια Ντερέν, της ουκρανικής καταγωγής αμερικανίδας καλλιτέχνιδας, η οποία ταξίδευε συχνά στην Ταϊτή και έπαιρνε μέρος σε τελετές βουντού και παραδοσιακές εκδηλώσεις. Η τρίτη αίθουσα είναι αφιερωμένη στον «Μαύρο Ορφέα» και αναφέρεται στα κοινωνικά και πολιτιστικά κινήματα που άνθησαν στη Σενεγάλη, τη Μαρτινίκα και τη Νιγηρία το 1930.

Σύμβολο της εκμετάλλευσης

Από τη δεκαετία του '60 και έπειτα, καθώς οι φωνές για ισότητα και αναγνώριση των δικαιωμάτων των μαύρων στην Αμερική δυναμώνουν, τα έργα με αφρικανικες αναφορές παίρνουν τη μορφή πολιτικής διεκδίκησης στα χέρια ευαισθητοποιημένων καλλιτεχνών. Μετά το 1980 οι δημιουργοί γίνονται πιο εύγλωττοι, πιο τολμηροί όταν αναφέρονται στους αφρικανούς σκλάβους που μεταφέρθηκαν στην Αμερική, στην αποικιοκρατία και την αφαίμαξη των αγαθών αλλά και των ιθαγενών. Το πλοίο γίνεται σύμβολο αυτής της εκμετάλλευσης. Σε ένα έργο της η Ελεν Γκάλαχερ δίνει μια διαφορετική διάσταση στο μύθο της Ατλαντίδας που κατοικείται από Αφρικανούς οι οποίοι πετάχτηκαν στη θάλασσα στο ταξίδι για την Αμερική.

Ομως και τα στερεότυπα γύρω από το «μαύρο σώμα» και την ανατομία του, που καλλιεργήθηκαν ακόμα και από επιστήμονες ή εθνογράφους, απασχολούν: Το ανθρώπινο σώμα σαν αντικείμενο, η μυϊκή δύναμη των αντρών, οι τονισμένοι γοφοί των γυναικών είναι στη θεματολογία σύγχρονων καλλιτεχνών όπως οι Κάντις Μπράιτζ, Κόκο Φούσκο και Γκιλέρμο Γκομέζ Πένια, Ανα Μεντιέτα κ.ά. *

Οι μετρ της απάτης

Το Μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου του Λονδίνου μας προσκαλεί σε μια πρωτότυπη έκθεση με πλαστά έργα

Συνήθως τα μουσεία, όταν αντιληφθούν ότι έχουν πλαστά έργα, τα απομακρύνουν από τις αίθουσές τους... σιωπηλά. Ενα όμως αποφάσισε να τα αναδείξει σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Το Μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου στο Λονδίνο εγκαινιάζει την Τρίτη μια ενδιαφέρουσα έκθεση με πλαστά και αντίγραφα, περίπου 100 πίνακες, γλυπτά, αρχαιότητες και αντίκες που εντόπισε η Μητροπολιτική Αστυνομία τα τελευταία χρόνια. Εάν ήταν αυθεντικά, θα κόστιζαν πάνω από τέσσερα εκατομμύρια λίρες.

Μάλιστα το μουσείο δεν διστάζει να «δημιουργήσει» και το εργαστήριο του διάσημου πλαστογράφου Σον Γκρίνχαλγκ προς γνώση και συμμόρφωση του κοινού. Στόχος της έκθεσης είναι να βγάλει στη φόρα τις τεχνικές που έχουν εφεύρει οι σύγχρονοι πλαστογράφοι για να δημιουργήσουν «γνήσια» έργα τέχνης, τους τρόπους που τα διακινούν, αλλά και τις μεθόδους που χρησιμοποιεί η αστυνομία για να τους εντοπίσει.

Ο «σταρ» της έκθεσης Σ. Γκρίνχαλγκ είχε στήσει από το 1989 μέχρι το 2006 μια οικογενειακή επιχείρηση παραχάραξης. Μέχρι και το Βρετανικό Μουσείο κατόρθωσε να ξεγελάσει και να του πουλήσει ένα αγαλματίδιο με ιππείς που υποτίθεται προέρχονταν από την Ασσυρία και χρονολογούνταν από το 600-800 π.Χ.

Τον πρόδωσε η... ορθογραφία

Η γκάμα του ήταν ευρεία. Από γλυπτά της Μπάρμπαρα Χέπγουορθ, πίνακες των Γκογκέν, Οτο Ντιξ, Τόμας Μοράν, μέχρι ένα χαμένο ρωμαϊκό πιάτο που είχε εντοπιστεί το 1729 στο Ντερμπισάιρ. Το «αριστούργημά» του θεωρείται το αγαλματίδιο της αιγύπτιας πριγκίπισσας Αμάρνα (το αυθεντικό χρονολογείται το 1350 π.Χ.) που πουλήθηκε προς 440 χιλιάδες λίρες.

Αριστοτέχνης τής απάτης, ο Γκρίνχαλγκ, για να δώσει αρχαία υφή στο αλάβαστρο, ανέμειξε τσάι με λούστρο.

Για να πείσει τους υποψήφιους αγοραστές εμφάνιζε παλιούς καταλόγους δημοπρασιών και ψεύτικα έγγραφα που έχριζαν τον παππού του ιδιοκτήτη. Ομως, το γεγονός ότι είχε εγκαταλείψει το σχολείο στα 16 του στάθηκε μοιραίο: Τα παλιά «επίσημα» έγγραφα που προσκόμιζε είχαν τόσα... ορθογραφικά και συντακτικά λάθη, που έβαλαν σε υποψία τους ειδικούς.

Σύμφωνα με την αστυνομία, ο Γκρίνχαλγκ είχε στην τράπεζα καταθέσεις 500 χιλιάδων λιρών, αλλά ζούσε φτωχικά. «Πέτρες ακατέργαστες, ένα φουρνάκι για να λιώνει το ασήμι, μισοτελειωμένα γλυπτά, μια υδατογραφία κάτω από ένα κρεβάτι, μια επιταγή που είχε λήξει, ένα μπούστο αμερικανού προέδρου...» ήταν ανάμεσα στα ευρήματα.

Ενας άλλος άσος των αντιγράφων, ο Τζον Μάγιατ, ξεχωρίζει στην έκθεση. Οι συγκρατούμενοί του τον αποκαλούσαν «Πικάσο». Οχι τυχαία, αφού πετύχαινε θαυμάσια τον Πικάσο αλλά και τον Μονέ, τον Ρενουάρ, τον Μοντιλιάνι. Το παράπονό του; «Ποτέ δεν κατάφερα να φτιάξω μια αρκετά καλή Μόνα Λίζα...», δήλωνε σε παλαιότερη συνέντευξή του στο «Επτά».

Η αρχή έγινε στο τέλος της δεκαετίας του '80, όταν ένα έργο που έκανε στο ύφος του κυβιστή Αλμπερτ Γκλέιζ πουλήθηκε στους Κρίστις για 25.000 λίρες. Πάντα με τη βοήθεια του εμπόρου τέχνης Τζον Ντρου κατάφερε να πλασάρει σε μεγάλους οίκους δημοπρασιών και σε εμπόρους τέχνης στο Λονδίνο, το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη πολλά «αριστουργήματα» κορυφαίων ζωγράφων του 19ου και 20ού αιώνα. Η μαεστρία του δεν οφειλόταν μόνο στην τεχνική του, αλλά και στο ότι διάβαζε πολλά βιβλία για τη ζωή και το έργο των ζωγράφων που θαύμαζε.

Δέχεται παραγγελίες

Ισως ακόμα να δρούσε εάν δεν τον «κάρφωνε» η γυναίκα του στη Σκότλαντ Γιάρντ, έπειτα από έναν έντονο καβγά. Οπως έχει δηλώσει ο Μάγιατ, οι αστυνομικοί που τον συνέλαβαν του φέρθηκαν με το γάντι και κατέληξαν όλοι μαζί να κουβεντιάζουν για τέχνη στην κουζίνα! Ακόμα και σήμερα ασκεί το επάγγελμα, μόνο που στην πίσω όψη των πινάκων διευκρινίζει ότι πρόκειται για πιστή αντιγραφή. Ακόμα δέχεται παραγγελίες για πορτρέτα από αστυνομικούς αλλά και πρώην συγκρατούμενούς του...

Ασφαλώς η δημιουργία και διακίνηση πλαστών έργων είναι ένα φαινόμενο με πολιτιστικό και οικονομικό αντίκτυπο, που έχει πολλά παρακλάδια. Δεν είναι μόνο οι καλλιτέχνες που δημιουργούν μη γνήσια έργα, είναι και οι έμποροι που τα προωθούν για να κερδίσουν εκατομμύρια, είναι και η ανεπάρκεια των ειδικών των μουσείων και των οίκων δημοπρασιών τέχνης που το συντηρούν. Λένε πως οι πλαστογράφοι είναι αποτυχημένοι καλλιτέχνες. Ασφαλώς υπάρχουν ζωγράφοι που μπορούν να κάνουν άριστα αντίγραφα. Αλλά πόσοι έχουν το θράσος ή την αφέλεια, την αυτοπεποίθηση ή τη ματαιοδοξία να δείξουν την κίβδηλη πλευρά της δημιουργίας; *

Χαρακτικά με υπογραφή Πικάσο

  • Από τα πρώτα του βήματα μέχρι το τέλος της ζωής του ο Πάμπλο Πικάσο δεν έπαψε να πειραματίζεται και να εκπλήσσει. «Οι διάφορες τεχνικές που χρησιμοποίησα στο έργο μου δεν πρέπει να αντιμετωπιστούν ως εξέλιξη ή ως βήματα προς ένα άγνωστο ιδεώδες της ζωγραφικής.

Εάν τα θέματα που ήθελα να εκφράσω πρότειναν διαφορετικούς τρόπους έκφρασης, δεν θα δίσταζα να τους υιοθετήσω...», έλεγε ο κορυφαίος καλλιτέχνης του 20ού αιώνα, ο ισπανός ζωγράφος που καθόρισε τα μεγάλα κινήματα της τέχνης και είχε δύο μεγάλα πάθη, τις γυναίκες και τις ταυρομαχίες.

Στους πειραματισμούς του ήταν και τα χαρακτικά σε λινόλαιο, μια επιλογή των οποίων, της περιόδου 1959-1963, παρουσιάζει η γκαλερί Gagosian, από την Πέμπτη (Μέρλιν 3, τηλ. 210 3640215). Ο Πικάσο δεν σταμάτησε ποτέ να πειραματίζεται με τις διάφορες τεχνικές της χαρακτικής. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ασχολήθηκε και με τη χαρακτική σε λινόλαιο, αρχικά για πρακτικούς λόγους. Καθώς κατοικούσε το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου στη νότια Γαλλία, η μεγάλη απόσταση από το Παρίσι όπου βρίσκονταν οι τυπογράφοι με τους οποίους συνεργαζόταν δυσκόλευε πολύ την παραγωγή των έργων του. Ετσι, ανακάλυψε τη λινοτυπία που ήταν πολύ πιο άμεσος τρόπος δουλειάς: χάραζε ένα σχέδιο πάνω σε μια επιφάνεια από λινόλαιο χρησιμοποιώντας μαχαίρι, σμίλη ή σκαρπέλο.

Το πρώτο του χαρακτικό σε λινόλαιο «Toros en Vallauris» (1954) είχε σχέση με τους αγαπημένους του ταύρους και ήταν μια απλή ασπρόμαυρη εκτύπωση. Αργότερα πρόσθεσε και χρώμα και το πρώτο του έγχρωμο χαρακτικό ήταν ένα πορτρέτο κοριτσιού («The portrait of a girl after Cranach», 1958). Μάλιστα είχε εφεύρει έναν απλό τρόπο για να εφαρμόζει την τεχνική: χάραζε και ξανατύπωνε, ανάλογα με τον αριθμό των χρωμάτων που ήθελε να χρησιμοποιήσει σε κάθε έργο.

Από το 1959 μέχρι το 1962 ο Πικάσο έκανε περίπου 100 χαρακτικά σε λινόλαιο. Τα θέματά του έχουν συγγένεια με τα ζωγραφικά του έργα. Βλέπουμε τη μούσα του και σύζυγό του Ζακλίν Ροκ σε ένα πολύ ωραίο, έντονο χρωματικά έργο να φοράει καπέλο («Portrait de Jacqueline au chapeau de paille multicolore»), ενώ υπάρχουν και πορτρέτα μεγάλων δασκάλων του παρελθόντος. Ετσι, στη σειρά «Portrait d' homme a la fraise» ο Πικάσο τιμά τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο διατηρώντας την αρχική σύνθεση της αυτοπροσωπογραφίας του καλλιτέχνη, τονίζει όμως με διαφορετικό τρόπο τα χαρακτηριστικά του προσώπου και τα ρούχα του για να δηλώσει και τη δική του παρουσία στο έργο.

Ενας άντρας και μία γυναίκα σε έναν δυναμικό εναγκαλισμό («L'etreinte 1») είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό έργο, όπου ο Πικάσο προχώρησε ακόμα πιο πολύ την τεχνική του προσθέτοντας μελάνια, ενώ στη συνέχεια ξέπλενε το χαρτί με νερό δημιουργώντας μια εικόνα που έμοιαζε σαν να είναι και ζωγραφισμένη αλλά και τυπωμένη.

Η περιέργεια, η φαντασία και η παιχνιδιάρικη διάθεση οδήγησαν το χέρι του ζωγράφου να δημιουργήσει αυτές τις ξεχωριστές λινοτυπίες, που θα φιλοξενούνται στην Αθήνα μέχρι τις 10 Απριλίου.

Wednesday, January 20, 2010

Έκθεση Κρεμονίνι στην Αθήνα

Μισό αιώνα δουλειάς του Ιταλού ζωγράφου Λεονάρντο Κρεμονίνι, ενός από τους πιο σημαντικούς παραστατικούς καλλιτέχνες της εποχής μας θα φιλοξενήσουν στις αρχές Φεβρουαρίου οι αίθουσες του πολυχώρου “Αθηναΐς” (Καστοριάς 34-36, Βοτανικός). Ο 84χρονος σήμερα Λεονάρντο Κρεμονίνι, ο οποίος σημειωτέον υπήρξε καθηγητής πολλών διακεκριμένων Ελλήνων καλλιτεχνών στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι, θα δώσει το «παρών» στα εγκαίνια της έκθεσής του ταξιδεύοντας από το Παρίσι στην Αθήνα. Έκθεση - ευκαιρία λοιπόν για τους Ελληνες μαθητές να δουν τα έργα και να αναπολήσουν την πορεία τη δική τους και του δασκάλου, ευκαιρία για το ευρύτερο κοινό να γνωρίσει απο κοντά το ανθρωποκεντρικό και βιωματικό του έργο. Έργο που συγκινεί ιδιαίτερα τους μεσογειακούς λαούς καθώς μέσα από “τις ορθάνοιχτες πόρτες του κυκλοφορεί ο αέρας και το φως".

Στον πολυσέλιδο κατάλογο που συνοδεύει την έκθεση ο Ουμπέρτο Έκο σημειώνει σχετικά: «Αν εξαιρέσουμε τους επαγγελματίες κριτικούς τέχνης, παραμένει εντυπωσιακό το πόσοι έχουν γράψει για τον Κρεμονίνι: συγγραφείς, φιλόσοφοι, ποιητές, κριτικοί κινηματογράφου και πάει λέγοντας. Αυτό οφείλεται μάλλον στο ότι η ζωγραφική του -φαρδιά απλώματα της πάστας, εκτροπές, γεωμετρικές πολυφωνίες και σβησίματα της ματιέρας- δεν παύει να είναι αρκούντως φιλολογική και φιλοσοφική· αφηγείται, οργανώνει αμφίσημες πλοκές και υπονοεί μια σειρά οπτικών συλλογισμών πάνω στον ρόλο του υποκειμένου, του βλέμματος, της επιθυμίας και της ηδονής... Ενας πίνακας -όπως και μια αφήγηση- είναι κείμενο· και ένα κείμενο είναι μηχανή που παράγει ερμηνείες. Πιστεύω ότι ο Κρεμονίνι ζωγραφίζει για να προκαλεί νοητικές αντιδράσεις. Και όχι μόνο. O Κρεμονίνι ζωγραφίζει το σμάλτο των πραγμάτων και την εντύπωση που δίνουν στο φως και στον αέρα· ζωγραφίζει τον κόσμο με όλα του τα θέλγητρα, τα δέλεαρ, τις μαγείες». [Η ΑΥΓΗ: 20/01/2010]

Μύθος... η τρέλα του

Tα γράμματά του αποκαλύπτουν ότι ήταν σκεπτόμενος, στοχαστικός, με υψηλότατη μόρφωση και όχι ένας καλλιτέχνης που έκοψε το αυτί του και αυτοκτόνησε

Εχουμε την περιγραφή του Αντονέν Αρτό: «Βαν Γκογκ: Ο Ανθρωπος που Αυτοκτόνησε από την Κοινωνία». Μια σχεδόν μη ευπρόσδεκτη περιγραφή από τον Γιόζεφ Γκέμπελς: «Η ζωή του Βαν Γκογκ μας λέει περισσότερα από το έργο του. Μες στην προσωπικότητά του ενσωματώνει τα σημαντικότερα στοιχεία: είναι δάσκαλος, ιερέας, φανατικός, προφήτης-τρελός. Σε τελευταία ανάλυση όλοι είμαστε τρελοί αν έχουμε μια ιδέα».

«Προσπαθώ να το κάνω τόσο καλά και με τόση ακρίβεια όσο οι ζωγράφοι που θαυμάζω», έγραφε ο Bαν Γκογκ στον αδελφό του, Tεό, σε ένα από τα τελευταία του γράμματα.
«Προσπαθώ να το κάνω τόσο καλά και με τόση ακρίβεια όσο οι ζωγράφοι που θαυμάζω», έγραφε ο Bαν Γκογκ στον αδελφό του, Tεό, σε ένα από τα τελευταία του γράμματα.

Εχουμε και την έκθεση της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου, «Ο Αληθινός Βαν Γκογκ: Ο Καλλιτέχνης και η Αλληλογραφία», που ξεκινάει το Σάββατο και θα συντελέσει στη σύνθεση -χρησιμοποιώντας τις ίδιες του τις λέξεις- μιας νέας περιγραφής του μεγάλου Ολλανδού ζωγράφου, που δεν πούλησε ούτε ένα έργο του όσο ζούσε, αλλά έγινε ο ακριβότερος ζωγράφος των ημερών μας.

Το έργο του Bαν Γκογκ, «Πιετά»
Το έργο του Bαν Γκογκ, «Πιετά»

Ξεκινώντας από το τέλος. Μετά την αυτοκτονία του Βίνσεντ σε ηλικία 37 ετών, ο αδερφός του, Τεό, βρήκε πάνω στο αυτοπυροβολημένο στήθος του ένα ματωμένο γράμμα που προοριζόταν για εκείνον. Εκεί ο Βαν Γκογκ έγραφε: «Η λογική μου έχει ημι-βυθίσει το έργο μου». Τα πιο συγκινητικά και σημαντικά γράμματα είναι τα τελευταία δύο, που έγραψε ο Βαν Γκογκ τέσσερις μέρες πριν από την αυτοχειρία του, τον Ιούλιο του 1890: «Επιθέτω τον εαυτό μου στους καμβάδες μου με όλη μου την προσοχή. Προσπαθώ να το κάνω τόσο καλά, όσο και ακριβώς όπως οι ζωγράφοι που μ’ αρέσουν και θαυμάζω πολύ».

Η πλειονότητα των γραμμάτων του ζωγράφου απευθύνεται στον αδελφό του, στην αδελφή του Γουλιελμίνα και στους ομότεχνούς του Πολ Γκογκέν, Αντον βαν Ράπαρντ και Εμιλι Μπερνάρ. Ο ζωγράφος γράφει για τα πάντα. Πότε είναι θυμωμένος, πότε ευτυχισμένος και πότε θλιμμένος ότι διαβάζει πολύ για ανθρώπους που γνωρίζει. Το σημαντικότερο όλων, όμως, είναι ότι «ανακαλύπτουμε έναν πολύ διαφορετικό Βαν Γκογκ από αυτόν του δημοφιλούς μύθου, που λέει ότι ήταν απλώς ένας τρελός καλλιτέχνης που έκοψε το αυτί του και τελικά αυτοκτόνησε», όπως σημειώνει η επιμελήτρια της έκθεσης Ανν Ντούμας. «Παρόλο που και τα δύο γεγονότα είναι αλήθεια, αυτό που συμπεραίνουμε από τα γράμματα είναι ότι υπήρξε εξαιρετικά σκεπτόμενος, στοχαστικός και είχε υψηλότατη μόρφωση». Το σύνολο των έργων και των γραμμάτων του εμφανίζουν μια ισχυρή εσωτερική συνοχή.

Yπερπαραγωγή

Η έκθεση πραγματοποιείται με την ευκαιρία της αγγλικής έκδοσης - υπερπαραγωγής «Vincent Van Gogh - The Letters: The Complete Illustrated and Annotated Edition» (εκδ. Thames & Hudson) που συμπυκνώνει μέσα σε έξι τόμους δεκαπέντε χρόνια έρευνας από τους Leo Jansen, Kans Luijten και Nienke Bakker του Μουσείου Βαν Γκογκ, 2.000 σελίδες, 4.000 εικόνες και χρειάζεται 400 λίρες για να αγοραστεί. Η λονδρέζικη έκθεση φιλοξενεί ένα μέρος αυτής της έρευνας: 40 γράμματα, 63 πίνακες -ένας από αυτούς προερχόμενος από ιδιωτική συλλογή που εκτίθεται για πρώτη φορά από το 1901- και 30 σχέδια, τα οποία όλα μαζί εκτιμώνται τουλάχιστον στα 3 δισεκατομμύρια λίρες.

Eνοχές

Συχνά η σιωπή τα λέει όλα. Μια σειρά γραμμάτων του Βαν Γκογκ από το 1880 καταστράφηκαν από την οικογένειά του επειδή εξέθεταν την ενεργή προσπάθεια του πατέρα του να τον κλείσει στο ψυχιατρείο.

  • Σοφία Στυλιανού, ΕΘΝΟΣ, 20/01/2010

«Τα πιο πολλά μού είναι αδιάφορα»

«Από όλο τον όγκο των έργων που έχω κάνει, ίσως πέντε - έξι να έχουν ένα ενδιαφέρον». Ο Χρόνης Μπότσογλου δεν είναι από τους καλλιτέχνες που πλέκουν μόνοι τους το εγκώμιο του εαυτού τους. Είναι σεμνός και αυστηρός. Μερικές φορές και μελαγχολικά αιφνιδιαστικός.

Εργο του Χρόνη Μπότσογλου με τίτλο «Sex». Η αναδρομική του καλλιτέχνη ξεκινά στις 28 Ιανουαρίου στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης

Εργο του Χρόνη Μπότσογλου με τίτλο «Sex». Η αναδρομική του καλλιτέχνη ξεκινά στις 28 Ιανουαρίου στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης

- Τι σημαίνει μια αναδρομική έκθεση για έναν ενεργό ζωγράφο;, τον ρωτάμε με αφορμή την αναδρομική του, στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Ωδείο Αθηνών, 28 Ιανουαρίου - 18 Απριλίου). «Σημαίνει ότι γέρασα», απαντά, γελώντας μάλλον μελαγχολικά. Ο 69χρονος ζωγράφος, από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της μεταπολεμικής τέχνης, αντιμετωπίζει την αναδρομική σαν μια «σούμα». Τι συμπέρασμα προκύπτει; «Μερικά έργα μου αρέσουν και χαίρομαι που τα έκανα. Τα πιο πολλά μου είναι αδιάφορα, δεν πέτυχαν».

Η «Νέκυια» είναι μία από τις βασικές ενότητες που θα παρουσιαστούν μαζί με τις: «Εικόνα του σώματος» (1979-1992), «Λιοτριβιά» (1978-1986), «Σελίδες ημερολογίου» (1980-1990). Για πρώτη φορά θα εκτεθεί η τελευταία ενότητα «Αναφορές» (2002-2009), με φανταστικά πορτρέτα πέντε καλλιτεχνών που επέδρασαν στη ζωγραφική του σκέψη (Φρ. Μπέικον, Βαν Γκογκ, Τζακομέτι, Μπουζιάνης, Χαλεπάς).

Στα 170 έργα (ζωγραφική, σχέδια, γλυπτική, κατασκευές, χαρακτικά κ.ά.) θα δούμε και μερικά που ο Μπότσογλου δημιούργησε σε μικρή ηλικία, καθώς ζωγράφιζε από εννέα ετών. Ανάμεσά τους, ένα πολύπτυχο που έφτιαξε στα 13 του, το 1954, το οποίο θεωρεί ένα από τα καλύτερά του.

Προ διετίας καταπιάστηκε με κάτι που θεωρεί πολύ δύσκολο: το τοπίο. «Ισως σε μερικά χρόνια», λέει, «τα καταφέρω».

Ο πρώην πρύτανης της ΑΣΚΤ εξοργίζεται όταν του ζητάμε να σχολιάσει το γεγονός ότι το ΕΜΣΤ δεν έχει ακόμη στέγη:

«Τι να σχολιάσω! Η μόνη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που δεν έχει Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης είναι η Αθήνα. Κουβαλάμε τον Παρθενώνα και δεν μπορούμε να υπερασπιστούμε μια αξιοπρεπή πρόσοψη. Τι καθόμαστε και μιλάμε για όλα τα άλλα! Μας χαρακτηρίζει η υποκρισία, η ευκολία να λέμε ότι είμαστε απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Είμαστε οι κομπιναδόροι, που δεν μας πιστεύει κανείς. Σε όλη μου τη ζωή έκανα διάφορες προσπάθειες. Πολύ λίγα έγιναν, κολοβά και κουτσά».

Πάντως, δεν είναι αρνητικός να συμμετάσχει, ως μέλος κι όχι ως πρόεδρος, λέει, στο νέο ΔΣ του ΕΜΣΤ.

  • Πεταμένα λεφτά

«Για την ελληνική πολιτεία, μόνο η εύκολη κατανάλωση είναι τέχνη. Πετάμε τόσα λεφτά για τη Γιουροβίζιον και δεν έχουμε ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης»

  • Δήμητρα Ρουμπούλα, ΕΘΝΟΣ, 20/01/2010

Monday, January 18, 2010

Μια διάσημη «Κραυγή» στην Αθήνα

  • ΕΚΘΕΣΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΕΝΤΒΑΡΝΤ ΜΟΥΝΚΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΔΩΝ
Τις 50 φτάνουν οι παραλλαγές του πιο διάσημου έργου του Έντβαρντ Μουνκ,  της «Κραυγής». Ως πρότυπο για την άφυλη μορφή που κραυγάζει λέγεται πως  είχε μια μούμια από το Περού στο Μουσείο Ανθρώπινου Πολιτισμού στο Παρίσι.  Ένα χαρακτικό από το διάσημο έργο προγραμματίζεται να έρθει στην Αθήνα

O ζωγράφος του πόνου και του θανάτου, ο δημιουργός της πιο διάσημης «Κραυγής», ο μποέμ τύπος (σύχναζε σε καφενεία όπου το αψέντι ήταν απεριτίφ πριν φτάσουν στη μορφίνη) που βίωσε τον τρόμο της απώλειας από την παιδική του ηλικία και κατάφερε να τον μετατρέψει σε τέχνη, ο πρωτοπόρος που σε επτά δεκαετίες έβαλε την υπογραφή του σε 1.000 λάδια, 4.500 σχέδια και υδατογραφίες και σε 15.500 χαρακτικά, ο Νορβηγός Έντβαρντ Μουνκ «έρχεται» στην Αθήνα. Και αποκαλύπτει την εικαστική διαδρομή του με 70 σχέδια και χαρακτικά που θα φιλοξενηθούν στο μικρό αλλά δραστήριο μουσείο της οδού Ηρακλειδών, στο Θησείο. Τα έργα θα ταξιδέψουν στην Αθήνα από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Τελ Αβίβ- όπου φυλάσσεται μία από τις μεγαλύτερες συλλογές χαρακτικών του Μουνκ εκτός Νορβηγίας- και θα βγουν για πρώτη φορά από το Ισραήλ. «Τα σχέδια είναι πολλές φορές πολύ σημαντικότερα από τα λάδια», λέει στα «ΝΕΑ» ο ιδρυτής του Μουσείου Ηρακλειδών Παύλος Φυρός- στις αίθουσές του τώρα φιλοξενείται η πλήρης συλλογή των γλυπτών του Ντεγκά. «Σε μια ελαιογραφία μπορούν να κρυφτούν πολλά κάτω από μια πινελιά, ενώ στο σχέδιο είναι όλα φανερά. Άλλωστε τα σχέδια ήταν απαραίτητο μέρος της δουλειάς του καλλιτέχνη- πολλά έργα πωλούνταν και ως αυτόνομακαι πολλές φορές όταν ένας πίνακας είχε απήχηση στο κοινό ο καλλιτέχνης προχωρούσε και στην παραγωγή χαρακτικών».

Η ιδέα για την έκθεση χαρακτικών του Έντβαρντ Μουνκ γεννήθηκε το 2007 όταν το Μουσείο Ηρακλειδών διοργάνωσε την έκθεση έργων του Τουλούζ Λοτρέκ. «Σκεφτήκαμε πως παρότι ζούσαν την ίδια εποχή, ο Λοτρέκ είχε στραμμένο το ενδιαφέρον του στη χαρά της ζωής και τα γλέντια. Ο Μουνκ επειδή είχε υποστεί νευρικό κλονισμό έβλεπε τη σκοτεινή πλευρά. Αρκούν και μόνο οι τίτλοι των έργων του- "Άρρωστο παιδί", "Μελαγχολία"- για να καταλάβει κάποιος τη διαφορά».

«Ζωγράφιζα από μνήμης, δίχως τις λεπτομέρειες, που είχα πάψει να τις βλέπω μπροστά μου. Αυτός είναι ο λόγος που οι πίνακες μου είναι τόσο απλοί, τόσο εμφανώς "άδειοι". Ζωγράφισα τις εντυπώσεις από την παιδική μου ηλικία, τα μουντά χρώματα μιας ξεχασμένης εποχής», έλεγε ο ίδιος ο ζωγράφος που έπασχε από μανία καταδίωξης, είχε νοσηλευτεί σε σανατόριο και κινδύνευε να μείνει παράλυτος από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

Στην αθηναϊκή έκθεση των έργων του, τον πρωταγωνιστικό ρόλο θα κρατήσει η διάσημη «Κραυγή», η σκελετωμένη, άφυλη μορφή που κραυγάζει την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου (είναι σχεδόν βέβαιη η άφιξή της από συλλογή εκτός Ισραήλ). Ωστόσο ανάμεσα στα έργα που θα δούμε στην Αθήνα θα είναι η «Εφηβεία», το κορίτσι που αισθάνεται την απειλή του άγνωστου μέλλοντος, το οποίο εκφράζει η υπερμεγέθης σκιά, αλλά και ο «Βρικόλακας», η «Απόγνωση», η «Ζήλεια», το «Άγχος»- δημιουργίες από τη σειρά «Εικόνες της Ζωής, του Έρωτα και του Θανάτου», μέσω της οποίας θεωρούσε πως διευκρίνιζε το νόημα και τη σπουδαιότητά τους και γι΄ αυτό έλεγε: «Στην πραγματικότητα η τέχνη μου είναι μια ομολογία που γίνεται με την ελεύθερη βούλησή μου, μια απόπειρα να φωτίσω την έννοια της ζωής όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ...».

ΙΝFΟ
Η έκθεση με χαρακτικά του Έντβαρντ Μουνκ στο Μουσείο Ηρακλειδών (Ηρακλειδών 16, τηλ. 210-
3461.981) προγραμματίζεται για τον Νοέμβριο και έως την άνοιξη του 2011.
Με μια ματιά

1863: Γεννιέται στις 12 Δεκεμβρίου στο Λέτεν της Νορβηγίας
1868: Πεθαίνει η μητέρα του από φυματίωση
1880: Εγκαταλείπει τις σπουδές του (μηχανικός) για να γίνει ζωγράφος
1886: Σκανδαλίζει το κοινό με το «Άρρωστο παιδί»
1893: Ζωγραφίζει την «Κραυγή»
1899: Συμμετέχει στην Μπιενάλε της Βενετίας
1906: Φτιάχνει τα σκηνικά για τους «Βρικόλακες» του Ίψεν
1907: Συνεκθέτει με τους Σεζάν και Ματίς
1908: Μπαίνει σε κλινική με νευρικό κλονισμό
1927: Αναδρομικές σε Βερολίνο και Όσλο
1937: Οι ναζί κατάσχουν 82 έργα του ως «εκφυλισμένα»
1944: Πεθαίνει στις 23 Ιανουαρίου

  • Της Μαίρης Αδαμοπούλου, ΤΑ ΝΕΑ: Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010


Γωνία πόλης και Ιστορίας

Στημένη σχεδόν στα όρια της πόλης και αφιερωμένη στα όρια της σύγχρονης και της αρχαίας Αθήνας εγκαινιάζεται σήμερα μια διαφορετική φωτογραφική έκθεση. Με τίτλο «Στα όρια των αρχαιολογικών χώρων» η έκθεση της Μελίννας Καμινάρη στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Ελευσίνας «Λεωνίδας Κανελλόπουλος» -που διοργανώνεται σε συνεργασία με την Ελληνοαμερικανική Ενωση- είναι μια «άλλη» επίσκεψη του φωτογραφικού φακού στους αρχαιολογικούς χώρους Αθήνας και Ελευσίνας.

Δεν είναι μόνο τα σημεία που η σύγχρονη πόλη συναντά την αρχαία, που ενδιαφέρουν τη Μελίννα Καμινάρη. Στην έκθεσή της εντάσσει και μαρτυρίες ανθρώπων, από φύλακες μέχρι γείτονες, για το πώς αντιλαμβάνονται τη σχέση τους με την αρχαιότητα

Δεν είναι μόνο τα σημεία που η σύγχρονη πόλη συναντά την αρχαία, που ενδιαφέρουν τη Μελίννα Καμινάρη. Στην έκθεσή της εντάσσει και μαρτυρίες ανθρώπων, από φύλακες μέχρι γείτονες, για το πώς αντιλαμβάνονται τη σχέση τους με την αρχαιότητα

Η φωτογράφος παρατηρεί την πολυπλοκότητα τής αστικής ζωης στα όρια των αρχαιολογικών χώρων, εκεί όπου η αρχαία και η σύγχρονη πόλη συναντώνται. Η καθημερινή ζωή των κατοίκων έρχεται σε αντίθεση με τη διαφορετική ατμόσφαιρα, την ιδρυματοποιημένη ηρεμία των ανοιχτών αρχαιολογικών χώρων που λειτουργούν ως τουριστικές ατραξιόν.

«Ως φωτογράφος του υπουργείου Πολιτισμού ήταν μέρος της δουλειάς μου η καθημερινή διαδρομή στους αρχαιολογικούς χώρους», μας εξηγεί η Μελίννα Καμινάρη την καταγωγή του θέματός της. «Τον ίδιο καιρό έκανα ένα διδακτορικό με θέμα πώς μπορεί ένας φωτογράφος να χρησιμοποιήσει εθνογραφικές μεθόδους, όπως συνεντεύξεις και μαρτυρίες, από την καλλιτεχνική τους πλευρά και όχι από την πλευρά του ντοκουμέντου. Σκέφτηκα να καταγράψω την ανθρωπογεωγραφία του χώρου, φωτογραφίζοντας ή μιλώντας με όσους δουλεύουν μέσα στους αρχαιολογικούς χώρους, τους φύλακες, αλλά και όσους κυκλοφορούν γύρω γύρω, όπως άστεγοι, γείτονες ή όσοι πάνε για καφέ εκεί δίπλα. Ηταν ένας τρόπος να περιγράψω τον χώρο και πώς οριοθετείται».

Το σύνθετο, τελικά, πρότζεκτ διήρκεσε από το 2003 ώς το 2008. Κάθε χώρος φωτογραφιζόταν κάθε έξι μήνες. Στο περίγραμμα των αρχαιολογικών χώρων και από τις δύο πλευρές των ορίων τους ο φακός παρακολούθησε την εξέλιξη της ζωής, τις αλλαγές και την καθημερινότητα. Παράλληλα, με αφορμή ερωτήσεις, όπως για παράδειγμα για την εθνική συνείδηση ή τα τραπεζοκαθίσματα, οι άνθρωποι αυτών των τοπίων αφηγούνταν δικά τους πράγματα. Ετσι η Μελίννα Καμινάρη απλώνει στα πάνελ της έκθεσης, εκτός από τις φωτογραφίες των χώρων, πορτρέτα και αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις των ανθρώπων που συνάντησε.

Κατά τη διαδικασία τής έκανε εντύπωση η σχέση των Νεοελλήνων με τον αρχαιολογικό χώρο. «Βλέπεις ανθρώπους που λένε πως ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό, αλλά δεν έχουν μπει ποτέ στον αρχαιολογικό χώρο και ταυτόχρονα σου λένε πως οι αρχαίοι θα έκλαιαν αν έβλεπαν τι συμβαίνει σήμερα», μας εξηγεί. «Προσπαθώ να δείξω πως αυτή η διάσταση ανάμεσα στον χώρο και την πόλη γύρω του έχει να κάνει με μια κοινωνία που βρίσκεται και αυτή στο όριο. Οπου κάτι δεν πάει καλά».

Μέσα από την επαναφωτογράφηση -που αποτελεί μέρος της διδακτορικής της διατριβής- παρατηρεί από τη μια το πώς οριοθετούνται, φυλάσσονται και προστατεύονται αυτοί οι χώροι από το κράτος και από την άλλη το πώς οι Νεοέλληνες τους αντιμετωπίζουν. Πώς συμπεριφέρονται προς τα ερείπια του παρελθόντος τους και το αν και κατά πόσο έχουν επίγνωση της συλλογικής τους μνήμης. Τα αντικείμενα που εντοπίζει στον χώρο μάς λένε μικρές ιστορίες για την κοινωνικοπολιτική κατάστασή μας και αποκαλύπτουν συνήθειες που δείχνουν τον χαρακτήρα μας. Μαρτυρούν συμπεριφορές, τακτικές και συνεπώς την παρούσα κατάσταση της κουλτούρας μας. Ακόμη και οι αλλαγές στον χώρο αποκαλύπτουν την έγνοια για την «εικόνα» της ταυτότητάς μας προς τα έξω.

«Εγκλωβισμένη στο μεταίχμιο μεταξύ του βάρους του παρελθόντος και της δήθεν "εξευρωπαϊσμένης" κουλτούρας, η ταυτότητά μας βρίσκεται σε σύγχυση και δοκιμάζεται ακριβώς εδώ, στα όριά της», σημειώνει η ίδια. «Απομένει στον προσεκτικό παρατηρητή να δει αν χωράει να διαπεράσει τα όρια. Να βρει τη διέξοδο στο χώμα, στην πέτρα, στον τοίχο, στον ουρανό...».

info: Εως 7 Φεβρουαρίου. Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Ελευσίνας «Λεωνίδας Κανελλόπουλος» (210-5544325). Είσοδος ελεύθερη (Τρίτη ώς Κυριακή, 10 με 2 και 6 με 10, Δευτέρα κλειστά) *

Sunday, January 17, 2010

Τρία μπισκότα για τον Μόραλη

  • Θα ξαναπώ μιαν ιστορία που με είχε κάποτε μαγέψει με το αφοπλιστικό της υπονοούμενο και που την βλέπω τώρα, αναδρομικά, να διαγράφεται φωτισμένη απ' την ομίχλη ενός παρατεταμένου χειμώνα, του οποίου κορυφαίο γεγονός ήταν ο θάνατος του Γιάννη Μόραλη, στα 93 του.

Ως προς τα υπόλοιπα, εάν το σκίτσο αυτό δεν αποσπάσει την έγκρισή σας, θεωρήστε το τουλάχιστον ως το λογοτεχνικό ανάλογο του μπαλώματος στο οποίο αναφέρθηκε ο ζωγράφος το επίμαχο πρωινό, ήτοι του ίχνους απ' το βελόνι ενός ράφτη της παλιάς σχολής στην πίσω όψη μιας Ιστορίας που τη γράφουν οι ηττημένοι.

Ο Μόραλης, ιδιαίτερα ο πρώιμος Μόραλης, ήταν για μένα ο καλλιτέχνης εκείνου του πυκνού και διφορούμενου φωτισμού που έρχεται απ' τα παιδικά μου χρόνια, αυτής της σκοτεινής γλαυκότητας, αν μπορώ να την ορίσω έτσι, που είχε βαθμιαία συνυφανθεί με όσα έκρινα αντιπροσωπευτικά της μεταφυσικής μου. Το χρωματολόγιό της περιελάμβανε όλους τους ελαφρείς και εύθραυστους ίσκιους, όλα τα ρίγη της κρυφής έξαψης μέσω της οποίας άτομα σαν εμένα συνειδητοποιούσαν τη χρονικότητα του πένθους, φως και νύχτα μαζί, σκούρο φως που τροφοδοτούσε τις δωρικές καμπύλες ενός είδους ουράνιας γεωμετρίας κατάλληλης για την πλαισίωση κάποιου τέμπλου, με κάτι απ' το χρυσαφί και το μοβ της γης των βιβλικών αφηγήσεων. Καιρός του σπείρειν και του θερίζειν ταυτόχρονα, η ζωγραφική του Μόραλη με καθοδηγούσε σε μια περιοχή του ορατού όπου το σκοτάδι, αν μου επιτρέπετε μια τολμηρή μεταφορά, δεν ήταν πλέον αδιαπέραστο αλλά στήριζε υποδορίως τη νοσταλγία της μορφής, όχι τη σκίαση του περιγράμματος, κι έτσι μετείχε σε κάτι που άγγιζε τα μυστικά της αγάπης. Ωστόσο ο άνθρωπος ήταν μάλλον άνοστος. Η ψυχική διαφάνεια που αντανακλούσαν οι πίνακές του δεν είχε διόλου σημαδέψει την κοινωνικότητά του και, πάντως, δεν αποτελούσε το αγαπημένο του θέμα συζήτησης.

Εχοντας την εμπειρία μερικών δεκάλεπτων συναντήσεων μαζί του, πριν από χρόνια, στο βιβλιοπωλείο Ικαρος, στην οδό Βουλής, συγκρατώ την ανάμνηση ενός ηλικιωμένου αστού που οι αντιλήψεις του για την ευτυχία περιορίζονταν στη σχολαστική απόλαυση ενός γλυκίσματος και στην επανάληψη ενός ανεκδότου σχετικού μ' ένα ζευγάρι χαμένα μανικετόκουμπα. Εδειχνε μιαν ήρεμη προσκόλληση στη ρουτίνα της ζωής του, παράδοξα εξαρτημένη απ' το τετριμμένο, και το στιλ των ανεκδότων που του άρεσε να μηρυκάζει ήταν απ' τα λιγότερο ενδιαφέροντα. Τον είχα ακούσει ξανά και ξανά να υπερηφανεύεται, ακριβώς στον ίδιο μοιρολατρικό τόνο, για την ευλαβική τήρηση της συνήθειας να γεύεται ένα μόνον ουίσκι κάθε βράδυ, αφήνοντας απαρεγκλίτως δύο χιλιοστά ποτού στο ποτήρι διότι υποτίθεται πως αν έφτανε στον πάτο κινδύνευε απ' τον πειρασμό να κεράσει τον εαυτό του και δεύτερο ποτό και τρίτο και ποιος ξέρει πόσα ακόμη. Με δυο λόγια, η ιδιοφυΐα της ζωγραφικής μας ήταν το πρότυπο του συμπαθούς κυρίου που τον έβλεπες να έρχεται προς το μέρος σου και φρόντιζες να προετοιμαστείς για βαρετές τυπικότητες, αν όχι να στρίψεις στο σοκάκι προτού σε δει, αναβάλλοντας το βάσανο ολότελα ανεπίκαιρων προσποιήσεων.

Εντούτοις, μεγαλώνοντας, κατάλαβα ότι απέναντι σε τέτοια πρόσωπα ειδικά, ποτέ κανείς δεν διακινδύνεψε την αξιοπρέπειά του, διότι είχαν το χάρισμα να σου δανείζουν, μ' έναν αδιόρατο τρόπο, λίγη απ' τη δική τους. Η αξιοπρέπεια σχημάτιζε μέσα τους ένα ίζημα, υπήρχε μια χημεία εξουδετερωμένων αντιφάσεων που ο μαρασμός τους ευωδίαζε όπως το κρασί μετά τη ζύμωση ή το παχύ εκείνο κατακάθι σ' ένα βάζο με μέλι. Κατάλαβα επίσης ότι παρόμοιοι χαρακτήρες πορεύονταν με γνώμονα την ανάγκη μιας ήσυχης ζωής, σκανδαλωδώς μονότονης και απελπιστικά νοικοκυρεμένης, σε αντιστάθμισμα της τρικυμίας που τους αναστάτωνε εσωτερικά, στο επίκεντρο της αμυντικής και ευπροσήγορης στάσης τους απέναντι στο βουητό του κόσμου. Η μονοτονία των συνηθειών τους ήταν ένα προγεφύρωμα για τη σταδιακή, χωρίς τυμπανοκρουσίες, κατάκτηση πραγμάτων και αντιλήψεων που, κατά κανόνα, σε καλούν να τους επιβληθείς με τη βίαιη αδιακρισία μιας πνευματικής έντασης που τα καταστρέφει - εδώ, αντίθετα, ο Μόραλης έπρεπε να εξασφαλίσει έναν τύπο ζωής που θα του επέτρεπε να κατακτήσει τα αντικείμενα της τέχνης του χωρίς να τα καταστρέψει, μόνον με τη στοργή ενός γέρου, ενός ανθρώπου που ήταν γέρος από τα νιάτα του. Κατάλαβα λοιπόν ότι δεν ήταν τόσο βαρετός όσο γλυκύς, όπως το εννοούμε, φέρ' ειπείν, για τον ελληνικό καφέ, που παλιότερα τον λέγαμε τούρκικο και, πιο παλιά, αραβικό, τον καφέ που είχαν πιει ο Ερωτόκριτος κι η Αρετούσα τότε που έβαλαν ενέχυρο τις βέρες τους.

Ετσι, ο Μόραλης απέκτησε συν τω χρόνω το προφίλ εκείνου που κατείχε το μυστικό τού να ζεις αφήνοντας κάτι ελάχιστο απ' το ποτό σου στο ποτήρι, λες και ο μεγαλύτερος απ' τους φόβους που ενέπνεε το αντικείμενο της εμπειρίας ήταν ο κίνδυνος να το καταναλώσεις πριν το κατανοήσεις, πριν προλάβετε, οι δυο σας, να δεθείτε με δεσμούς αφοσίωσης. Αν το κατέβαζες μονορούφι, μπορούσε να σε σκοτώσει, ιδού ποια ήταν η πίστη αυτών των ανθρώπων, περιλαμβανομένων, εξυπακούεται, του Γκάτσου και του Ελύτη. Αγαπάμε, εξάλλου, όταν κάτι απ' τον άλλο μάς λείπει με μιαν ιδιαίτερη έννοια, ούτως ώστε η ανταύγεια του άλλου να υφαίνεται γύρω απ' το έλλειμμα. Αν θέλετε την άποψή μου, δεν πρέπει να πεταγόμαστε και να φωνάζουμε ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός, όπως έκανε στην παρέλαση εκείνο το αγοράκι, του Αντερσεν· πρέπει μάλλον να μελετάμε τη γύμνια σιωπηλά σαν ένα έλλειμμα που υποστηρίζει τα τρωτά σημεία της ταυτότητας του άλλου - δεν έχει νόημα να διαλαλείς ότι το ποτό σε δηλητηριάζει· είναι προτιμότερο να το απολαμβάνεις με το μέτρο ενός Λόγου που διαρκώς υπόκειται στη ματαίωση. Αναλόγως, ο Ελύτης συνήθιζε να καπνίζει σε καθορισμένες ώρες, όπως τρώνε οι μοναχοί, βγάζοντας απ' το πέτο μια καρφίτσα και τρυπώντας το τσιγάρο για να είναι πιο ελαφρύ. Σκεφτόσουν ότι ένας τέτοιος συγγραφέας θα μεταχειριζόταν τα σημεία στίξης με θρησκευτικό δέος.

Ο Μόραλης ήξερε από ένστικτο ότι αυτή η μετριοπάθεια, οσονδήποτε αντιπαθητική εκ πρώτης όψεως, ήταν εγγύηση για τις υπερβολές της μύχιας ζωής, όπου οτιδήποτε εξωφρενικό, ή απλώς χαριτωμένο, κάθε έμπνευση, κάθε έρωτας, κάθε μυστήριο, πρέπει να παρουσιάζεται με τη φυσικότητα μιας αγιογραφίας. Συσχετίζω την ώριμη ματιά που είχε αντιτάξει στη γύμνια του κόσμου και των βασιλέων του, με την ιστορία που μας διηγήθηκε, ένα πρωί, από κείνες που διατηρούνται αιωνίως ζωντανές λόγω της ισχυρής συμβολικής τους αντήχησης και που, έκτοτε, τη σκέφτομαι συχνά με κάποια ευγνωμοσύνη γιατί μου πρόσφερε το ιδεώδες παράδειγμα του πώς λειτουργεί η αμφισημία της ελληνικής κατάστασης. Αρχισε λέγοντας ότι του είχε ζητηθεί, μια φορά κι έναν καιρό, να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του βασιλιά Παύλου, πράγμα που έγινε. Βεβαίως, επειδή θα ήταν παράλογο να στηθεί ο μονάρχης ποζάροντας μέχρις ότου ολοκληρώσει ο ζωγράφος την επεξεργασία των λεπτομερειών της στολής, συμφώνησαν να τελειώσει με το πρόσωπο, η δε στολή θα μεταφερόταν στο ατελιέ για την αντιγραφή των διακριτικών και των παρασήμων.

Λίγο αργότερα, στο εργαστήριό του, ο νεαρός καλλιτέχνης θα παραλάμβανε το δέμα με την επίσημη στολή του βασιλιά - του Βασιλέως· ο Μόραλης έλεγε ο Βασιλεύς του Βασιλέως, σαν συνταξιούχος διπλωμάτης.

«Είστε ο κ. Μόραλης;»

«Μάλιστα».

«Εχω ένα δέμα για σας από τα Ανάκτορα».

«Περάστε μέσα».

Πιθανολογώ ότι ο κομιστής θα δέχτηκε την πρόταση για έναν καφέ αλλά η μυρωδιά του λινέλαιου και τα βλέμματα των πορτρέτων τον αποθάρρυναν. Εφυγε όπως ήρθε, μη προλαβαίνοντας να σκεφτεί πως, αν αυτό είχε συμβεί στην Ολλανδία, ο παραλήπτης θα όφειλε να υπογράψει κάποιο έγγραφο, ενώ στα μέρη μας, όπου όλα ήταν δανεικά, η ένταση που προκαλούσαν τα πράγματα αποτελούσε από μόνη της πιστοποιητικό. Δεν μπορούσες άλλωστε να αποφύγεις τις εκπλήξεις ανεξάρτητες απ' το πρωτόκολλο. Οντως, καθώς ξεδίπλωνε ο Μόραλης τη στολή του Ναυάρχου που, όπως είθισται, ήταν διπλωμένη το μέσα έξω, και ενώ την τοποθετούσε στην κρεμάστρα, εντόπισε πάνω της, για την ακρίβεια στη φόδρα, στην περιοχή της μασχάλης, αυτό το εκπληκτικό πράγμα: ένα μπάλωμα.

Ξαφνικά, ο ζωγράφος έπαψε να μου φαίνεται πληκτικός. Le bon Dieu est dans le detail· με δεδομένο το μπάλωμα, οι θεοί της σημασίας συνεδρίαζαν υπό τη σκέπη της λεπτομέρειας, αυτής που ούτε κρύβει ούτε φανερώνει αλλά σημαίνει. Ηταν μια όμορφη ιστορία αν σκόπευε κανείς να διδάξει στα παιδιά του τι είναι όχι αυτό που δεν γνωρίζουν αλλά αυτό που ξέρουν καλύτερα από μας και που ξεπετάγεται όταν έρχονται σε επαφή δύο αντίθετες πραγματικότητες, τόσο ξένες μεταξύ τους, εν προκειμένω, όσο το να είσαι βασιλιάς και να φοράς κουρέλια. Σημείο ενός διαλεκτικού μεσουρανήματος στ' αλήθεια ιλιγγιώδους και κατ' εξοχήν ελληνικού, το βασιλικό μπάλωμα συνόψιζε την εθνική και πολιτική περιπέτεια του κρατιδίου από την εποχή του Μακρυγιάννη και εντεύθεν. Ειδικά επειδή επρόκειτο για σημαίνον τέτοιας ολκής, η επιρροή του επάνω μου πολλαπλασιάστηκε και ο Μόραλης κατάπιε ένα δεύτερο μπισκοτάκι χαμογελώντας. Δεν είχε κάτι να προσθέσει. Θεώρησε ότι η ιστορία είχε την επιβεβλημένη και ανεκτή ρηχότητα ενός ανεκδότου. Χαμογελούσε όχι τόσο για το λεγόμενο ηθικό δίδαγμα αλλά διότι η κοινοτοπία των περιστάσεων τον ανακούφιζε. Εμοιαζε απρόθυμος να σταθεί στο γεγονός ότι το μπάλωμα στα ρούχα του βασιλιά ήταν κάτι εξαιρετικό, κάτι που ανήκε στην τάξη της εξαίρεσης, και προτίμησε να φανεί συμφιλιωμένος με το ανάποδο, σαν να πίστευε ότι το σύνηθες, π.χ. το μπάλωμα, είχε καθησυχαστικά επιβληθεί παντού, ακόμη και στην γκαρνταρόμπα των ανακτόρων. Κάτι εντελώς διαφορετικό απ' το Γουώτεργκαίητ, αφού εδώ, στο Τατόι, μέχρι κι οι υπηρέτες θα τολμούσαν να πάρουν τον υπ' αριθμόν ένα του πολιτεύματος στο ψιλό, σιγοτραγουδώντας στην κουζίνα ή γυαλίζοντας τα κηροπήγια:

Πότε άδικος και φαύλος,

πότ' επιεικής και πράος,

ο αφέντης μας ο Παύλος

που προήδρευε στο χάος

της Ελλάδος, είχε ράψει

στη μασχάλη, για το μάτι

το κακό, που 'κανε θραύση,

το j'sais pas quoi, το κάτι

που προστάτευε το κύρος

του θεσμού αλλ' αντιστρόφως:

δείχνοντας πως θα 'ταν στείρος

ο θεσμός κι ότι ο κόπος

του μονάρχη μας χαμένος

θα 'ταν αν δεν κυβερνούσε

εξαρχής παραιτημένος

απ' αυτό που εκπροσωπούσε.

Η αναπόφευκτη σκέψη ότι, εντέλει, ανήκαμε σ' ένα παράξενο είδος ατόμων ικανών και αποφασισμένων να μπαλώσουν ώς και τη στολή του βασιλιά, υπονοεί ότι ο ανθρωπολογικός τύπος της ανατολικής Μεσογείου αποδεικνυόταν, ένεκα ιδιοσυγκρασίας, όχι επαναστάτης, όπως ήθελαν οι φήμες, αλλά άστατος κι επιπόλαιος, επιρρεπής στους αυτοσχεδιασμούς και έτοιμος να παραβιάσει τους κανόνες από κλίση στις πρόσκαιρες λύσεις και διευκολύνσεις. Δεν θα έφτιαχνε καινούρια στολή για τον βασιλιά του αν δεν εξαντλούνταν, προηγουμένως, όλα τα περιθώρια επιδιόρθωσης. Εκ των υστέρων, ήταν προφανές ότι οι δραστηριότητες των καλύτερων ανάμεσά μας, αρχής γενομένης με τον Σολωμό, είχαν το ίδιο μοναδικό αντικείμενο: τα μπαλώματα. Οσο για τον Μόραλη, ξανατσίμπησε ένα μπισκότο, το τρίτο, αδιαφορώντας για τα αυστηρά συμπεράσματα και με μιαν άνεση που γαργάλησε μέσα μου την επιθυμία να τον ρωτήσω αν ο αντιαλκοολικός κανόνας του ελάχιστου υπολείμματος ίσχυε και για τα βουτήματα. Πιθανόν. Ισως ποτέ να μην έτρωγε τέταρτο.

Ωστόσο, το βασιλικό ανέκδοτο παρείχε ενδείξεις, διόλου αποκαρδιωτικές, ότι οι εξουσίες υπάγονταν κι εκείνες, με τη σειρά τους, στον ελληνικό μύθο του μέσου όρου. Κάτι ιδιαίτερα ανθρώπινο ερχόταν να χαλαρώσει την ηθική απομόνωση των ισχυρών και να εμπλέξει την υπεροχή τους σ' ένα σενάριο όπου το αναπάντεχο και οι κρυφοί συμβιβασμοί δρούσαν ευεργετικά διά της αποσταθεροποίησης. Αντίο αλαζονεία! Η αίγλη του βασιλιά αναφερόταν στην παραπληρωματική διάσταση της συμβολής του ράφτη. Προϊστάμενος ενός κράτους όπου οι πολίτες κοιμούνταν τα μεσημέρια, ήσουν μόνον εφόσον ανεχόσουν τη δαχτυλήθρα και τις επινοήσεις της τελευταίας στιγμής. Με λίγη φαντασία, το αταξινόμητο αυτό αντικείμενο, το βασιλικό μπάλωμα, γινόταν το ιδιάζον έμβλημα της παραπαίουσας ελληνικότητας. Απωθητικό και συνάμα παρήγορο, κατακάθι του ερασιτεχνισμού αλλά και απόσταγμα της πεποίθησης ότι ο άνθρωπος συνιστά το αριστοτελικό μέτρο των πάντων, σημάδευε την άλυτη ένταση γύρω απ' την οποία συνεκροτείτο το περίφημο ζήτημα της πολύκλαυστης ταυτότητάς μας, στης οποίας τα λογοτεχνικά και δημοσιογραφικά μνημόσυνα ξέρετε πόσο μου αρέσει να παίρνω μέρος σαν το παιδάκι της χορωδίας. Φυσικά, απ' αυτό τον επαμφοτερισμό, για να μην πούμε οξύμωρο, δεν είχε απομείνει παρά η γελοιογραφία, δεν μπαλώναμε πια τα ρούχα του βασιλιά αφότου τα καινούρια, άυλα ρούχα επιβλήθηκαν οριστικά σαν τρόπος ζωής, αλλά μπορούσες να ελπίζεις ότι εξακολουθούσε να ισχύει εν μέρει το ανάποδο: κάθε μπάλωμα, κάθε σχισμή απ' όπου φαινόταν το γύφτικο περιεχόμενο των πολιτικών και πολιτιστικών μας αξιώσεων και χειρονομιών, υψωνόταν τώρα σε θέση βασιλική. Οχι πια βασιλικό μπάλωμα αλλά μπάλωμα που βασιλεύει, κι αυτός ήταν ένας ορισμός για την πνευματική φτώχεια του βαλκανικού τηλεοπτικού λάιφσταϊλ της Μυκόνου και της Αράχοβας.

Εννοείται πως, χάρη στα μπαλώματα, κανένα παιδί σε καμία παρέλαση, εδώ σ' εμάς, δόξα τω Θεώ, δεν πετάχτηκε να καταγγείλει τη γύμνια του βασιλιά, όπως στη Δανία - θα 'ταν πλεονασμός. Το μπάλωμα στη στολή του καημένου του Γκλίξμπουργκ ήταν ό,τι και η μειωμένη δόση ουίσκι του ζωγράφου μας, αυτό το «μισό δαχτυλάκι» που έμενε σαν μερίδιο κάποιου υποθετικού τριτεγγυητή που απαγόρευε τις καταχρήσεις στην επιδίωξη της τελειότητας, λίγο λαδάκι στο καντήλι του κοινοτικού μας παρελθόντος, ή σαν το κόλπο της κατοχύρωσης εκείνων που κόβουν την πίτα δίνοντας «το πρώτου του Χριστού, το δεύτερο του σπιτιού» κ.ο.κ., αποσιωπώντας ότι το σπίτι αποκτήθηκε άρπα κόλλα χάρη στον οίστρο των δανείων. Ο λαός είχε το δικό του παράσημο κρεμασμένο στη στολή του βασιλιά, αλλά από μέσα.

Κάθε που συναντάω το όνομα του Μόραλη, θυμάμαι εκείνο το μπάλωμα που ήταν και ειδικότητα του πατέρα μου. Κι όχι μόνον αλλά η χρωματική γκάμα ενός ορισμένου πρώιμου Μόραλη, εκείνου που υπέγραψε το πορτρέτο της φίλης μου, Κατερίνας Καρύδη, συναντούσε πλαγίως τις εικόνες που ζωγράφιζε ο Γρηγόριος Αρανίτσης, στα νιάτα του, για ορισμένες εκκλησίες έναντι αμοιβής, όπως στον Αγιο Ελευθέριο, στην Κέρκυρα, στο τέρμα της οδού Νικηφόρου Θεοτόκη, το στιλπνό καφέ της γης, τη σκουριά, το απαλό γκρενά ενός νυχτερινού στερεώματος με φεγγάρι τριών τετάρτων, το χρυσαφί των αγρών του καλοκαιριού, τις αποχρώσεις του ώριμου σύκου και το βαθύ πέπλο του μπλε ρουαγιάλ. Με τη διαφορά ότι οι εικόνες που έφτιαχνε ο πατέρας μου ήταν αντιγραμμένες από παλιές λιθογραφίες ή από τα έργα του Αγγελου Γιαλλινά, έργα λουσμένα στις απόκοσμες μαρμαρυγές του απογεύματος της Μεγάλης Παρασκευής, έργα σαν την Παλιά εξώπορτα με πασχαλιές ή το Τοπίο με ψαράδες.

Κατάγομαι από γενιά αντιγραφέων. Ζήτω η διακειμενικότητα!

Μπαλώστε ό,τι λείπει!

Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται

«Στη σιγουριά έρχεται η ανατροπή»

Τακτοποιεί τα φωτογραφικά του αρχεία στον υπολογιστή και ταυτόχρονα μιλάει τρυφερά στη γάτα του που νιαουρίζει για φαγητό. Το «βελάκι» σταματάει σε μια ζωγραφιά με έντονα χρώματα και αδρές πινελιές. «Είναι η κουζίνα του σπιτιού μου στη Θεσσαλονίκη.


Ημουν 14 χρονών όταν την έκανα», λέει ο Χρόνης Μπότσογλου. «Από παιδί ζωγράφιζα και ήξερα ότι αυτό θα είναι το επάγγελμά μου. Από τότε πουλούσα τα έργα μου σε περιοδικά και εφημερίδες. Επαιρνα απολύτως σοβαρά τη ζωγραφική μου. Μια φορά καθόμουν στην αυλή του σπιτιού μου όταν ένας συμμαθητής μου της πρώτης γυμνασίου ήρθε και μου τράβηξε το χαρτί που σχεδίαζα. Ε, λοιπόν τον κυνήγησα, παρ' ότι ανάρρωνα από εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας, και τον πλάκωσα στο ξύλο. Κι αυτός σχεδόν έκλαιγε: "Ρε Χρόνη, για πλάκα το έκανα..."»!

Νέοι πίνακες με τοπία

Τέτοιες εφηβικές ζωγραφιές, που φανερώνουν όμως ένα πηγαίο ταλέντο, περιλαμβάνει η μεγάλη αναδρομική έκθεση του Χρόνη Μπότσογλου που εγκαινιάζει το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στις 28 του μήνα στο Ωδείο Αθηνών (επιμέλεια: Τίνα Πανδή). Με 200 έργα ξεδιπλώνονται ορισμένες από τις ενότητες που καθόρισαν την πολύχρονη πορεία του. «Η εικόνα του σώματος», «Λιοτρίβια», «Σελίδες ημερολογίου», «Νέκυια».

Η ανθρώπινη μορφή και το σώμα, δικά του πορτρέτα αλλά και οικείων προσώπων, ο βιωμένος χώρος, ο ρόλος της μνήμης, ο φόβος της φθοράς βρίσκονται στο επίκεντρο των αναζητήσεών του. Τελευταία ο καλλιτέχνης έκανε την ανατροπή και ασχολείται με το τοπίο, όμως αυτούς τους πίνακες δεν θα τους δούμε ακόμα.

Μια αναδρομική σημαίνει για τον Μπότσογλου ότι «κοιτάς το παρελθόν γιατί δεν μπορείς να δεις το μέλλον», μας λέει γελώντας. «Δεν μπορείς να ξεγελάσεις τον εαυτό σου, είναι μια απομυθοποίηση. Παλιά είχα διαβάσει μια συνέντευξη του Κοσμά Πολίτη, που έκανε απολογισμό και έλεγε: «Είναι πολύ αργά, δυστυχώς δεν μπορείς να αλλάξεις τίποτα». Βέβαια, έχεις μια ελπίδα μέχρι την τελευταία στιγμή ότι ίσως μπορέσεις να κάνεις μια καλή ζωγραφιά...».

Για τον ίδιο η ζωγραφική είναι «ο τρόπος που βλέπω τον κόσμο. Δεν τρέχω με την ταχύτητα ενός ραλίστα, έχω τους δικούς μου ρυθμούς. Μπορεί επί μήνες να ασχολούμαι με ένα έργο και ξαφνικά μια μέρα να το διορθώσω. Το βλέπω και σκέφτομαι, "μα τι έκανα μέχρι τώρα;"»

Στην έκθεση θα παρουσιαστούν πρώτη φορά και πορτρέτα του Μπέικον, του Βαν Γκογκ, του Τζιακομέτι, του Μπουζιάνη, του Χαλεπά, που φιλοτέχνησε ο Μπότσογλου. «Στην τέχνη μαθαίνουμε συνέχεια από τα έργα των άλλων και από τα λάθη μας», συνεχίζει. Αυτούς τους πέντε καλλιτέχνες τούς αισθάνομαι πιο κοντά, δεν είναι όμως οι μόνοι δάσκαλοί μου. Τελευταία ασχολούμαι με μια αυτοπροσωπογραφία του Βελάσκεθ. Την έκανε περίπου στην ηλικία μου, και από το βλέμμα του καταλαβαίνω απόλυτα πώς ένιωθε τότε».

Ο Χρόνης Μπότσογλου είναι εραστής της λογοτεχνίας και της κλασικής μουσικής. «Ανέκαθεν ένας χώρος τρέφει έναν άλλον», τονίζει. «Ας πούμε η μπαρόκ μουσική και ζωγραφική είναι ενωμένες. Τα αιτήματα είναι κοινά και κάθε νέα γενιά καλλιτεχνών απαντάει με τον τρόπο της στα προβλήματα που βάζει η ίδια η εποχή. Ετσι δημιουργούνται τα κινήματα και οι σχολές».

Σήμερα, όμως, που επικρατεί ο ατομισμός, μπορούν να δημιουργηθούν νέα καλλιτεχνικά κινήματα; «Ολος ο 20ός αιώνας είναι η εποχή του ατομισμού», απαντάει. «Κι όμως, βρέθηκε ένας Πικάσο κι ένας Μπρακ κι έκαναν τον κυβισμό, βρέθηκαν άλλοι τρεις κι έκαναν τον ντανταϊσμό. Εκεί που νομίζεις ότι όλα είναι σίγουρα έρχονται οι ανατροπές, αλλιώς η τέχνη θα ήταν σαν ένα νοσοκομείο καθαρό και αποστειρωμένο».

Στις δεκαετίες του '60 και του '70 ο ζωγράφος έδωσε το στίγμα του με μια τέχνη που είχε κοινωνικό προσανατολισμό. «Τότε πιστεύαμε πως μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο με τα τραγούδια μας και η βία ήταν στον πετροπόλεμο μιας διαδήλωσης. Ποιος πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο σήμερα; Υπάρχει τεράστια μοναξιά, νόημα δεν υπάρχει, σκοπός δεν υπάρχει...».

Γι' αυτό και η εξέγερση των νέων «είναι επακόλουθο μιας κοινωνίας απελπισμένων ανθρώπων. Δεν αγαπάμε τα παιδιά μας, στην ουσία τα μισούμε, γιατί έχουμε καταστρέψει τα πάντα, αυθαιρετούμε, διαλύουμε το μέλλον τους. Σκοτώνουμε τη ζωή και χύνουμε κροκοδείλια δάκρυα».

Ο ρόλος της τεχνολογίας

Για χρόνια δάσκαλος της Καλών Τεχνών, όπου διετέλεσε και πρύτανης, ο Χρόνης Μπότσογλου θα εκθέσει και ψηφιακές εικόνες. Πιστεύει ότι η τεχνολογία θα καθορίσει το μέλλον της τέχνης; «Κάθε φορά η τεχνολογία δίνει το καινούριο στίγμα, πολιτιστικό και ανθρώπινων σχέσεων», απαντάει. «Ας πούμε, στην αρχαιότητα, όταν πέρασε ο άνθρωπος από την εποχή του χαλκού στην εποχή του σιδήρου, άλλαξε ο τρόπος που σκάλιζε τα αγάλματα. Δεν κρίνω εάν έγιναν καλύτερα ή χειρότερα. Ωστόσο, πιστεύω ότι περισσότερο από την τεχνολογία αυτό που μας καθορίζει εδώ και αιώνες είναι τα ιδεολογήματα που έχουν να κάνουν με την αιωνιότητα, με το θάνατο και την αθανασία, με την ψυχή μας».

Αλλωστε, με τέτοια ερωτήματα έρχεται ο ίδιος αντιμέτωπος με τη ζωγραφική του, που είναι βιωματική και υπαρξιακή. *

«Ο Μόραλης έβλεπε τη ζωή με χιούμορ»

  • Η «Κ» προσφέρει δωρεάν τη βραβευμένη ταινία του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου
  • Του Παναγιωτη Παναγοπουλου, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Kυριακή, 17 Iανoυαρίου 2010

Η διακριτική παρουσία και το πολύπλευρο και πλούσιο έργο του Γιάννη Μόραλη σημάδεψε την ιστορία της ελληνικής τέχνης του 20ού αιώνα. Με τον θάνατό του στις 20 Δεκεμβρίου της περασμένης χρονιάς, χάθηκε ένας σημαντικός καλλιτέχνης, αλλά και μια φωνή μαρτυρίας για μία από τις σπουδαίες περιόδους δημιουργίας πολιτισμού στην Ελλάδα, καθώς ο Μόραλης συνυπήρξε και συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Κάρολο Κουν, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Οδυσσέα Ελύτη.

Η «Καθημερινή» τιμά έναν από τους μεγαλύτερους Ελληνες ζωγράφους της πρόσφατης ιστορίας με την δωρεάν προσφορά την επόμενη Κυριακή 24 Ιανουαρίου, ενός DVD με το ντοκιμαντέρ «Γιάννης Μόραλης», που σκηνοθέτησε ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος. Η ταινία, παραγωγής του 2005, είναι ένα πορτρέτο του ζωγράφου, όχι φτιαγμένο με ακαδημαϊκό τρόπο, εικονογραφώντας δηλαδή ένα βιογραφικό σημείωμα.

Η κάμερα του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου ακολουθεί τον Γιάννη Μόραλη, καθώς κινείται και εργάζεται στο σπίτι του, στο εργαστήριο και στο εξοχικό του σπίτι στην Αίγινα, θυμάται πρόσωπα και γεγονότα –με εντυπωσιακή διαύγεια–, επισκέπτεται την έκθεση των νέων εικαστικών καλλιτεχνών στην ΑΣΚΤ, περπατά σε χώρους που φέρουν τη σφραγίδα του, όπως τον σταθμό «Πανεπιστήμιο» του Μετρό, το Χίλτον, το «Υπόγειο» του Θεάτρου Τέχνης, τον εκδοτικό οίκο «Ικαρος», την γκαλερί Ζουμπουλάκη.

Το ντοκιμαντέρ αφήνει να φανεί ένας άνθρωπος με χιούμορ και ελαφρά διάθεση, που δείχνοντας παλιότερα, πιο αναπαραστατικά έργα του λέει «τότε ήξερα να ζωγραφίζω…», απορρίπτει τον εαυτό του σκίζοντας ένα σχέδιο που μόλις έκανε, που αμφισβητεί χαρακτηρισμούς όπως «δάσκαλε!», που αρνείται να υπεραναλύσει το έργο του λέγοντας «είναι αυτά τα μικρά που δεν πρέπει να εξηγείς», που είναι εξαιρετικά οργανωμένος με ένα εντυπωσιακό αρχείο, για το οποίο λέει «μόλις τα τινάξω όλα αυτά, θα γίνουν τρέχα - γύρευε», που θυμάται τους φίλους και συνεργάτες του με συναίσθηση του τέλους, σημειώνοντας «εμένα με έχουν αφήσει για να κλείσω την πόρτα» …

Οπως λέει ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος, «μαζί με τον παραγωγό της ταινίας, τον Θάνο Λαμπρόπουλο μας ενδιέφερε πολύ το έργο του Μόραλη και θέλαμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Ηταν όμως κλειστός σε συνεντεύξεις. Κάποια στιγμή, αφού πέρασε ένα πρόβλημα υγείας και αφού είδε την ταινία για τον Σεφέρη, δέχτηκε και είπε να αρχίσουμε. Τα ραντεβού μας ήταν στο εργαστήριό του στη Δεινοκράτους κάθε Δευτέρα, 6.30 με 8 το απόγευμα. Ημασταν ένα μικρό συνεργείο τεσσάρων ατόμων με μίνι ψηφιακή κάμερα ώστε να μην αισθάνεται ότι κάποιος εισβάλλει στον χώρο του. Ηταν αρκετά επιφυλακτικός στην αρχή, όμως στη συνέχεια ανοίχτηκε και ανάμεσά μας υπήρξε ένα ωραίο κλίμα».

  • Εξαιρετική μνήμη

Επειτα από αρκετές Δευτέρες, ο Γιάννης Μόραλης ήταν έτοιμος να κινηθεί μαζί με το συνεργείο σε διάφορα σημεία της Αθήνας και στην Αίγινα. «Τα γυρίσματα κράτησαν με διακοπές, περίπου έναν χρόνο. Το εντυπωσιακό ήταν ότι ο Μόραλης είχε εξαιρετική μνήμη και θυμόταν τα πάντα με λεπτομέρειες. Βέβαια, ο ίδιος έλεγε ότι έχει Αλτσχάιμερ και ότι θυμάται μόνο τα παλιά. Ο χώρος του ήταν σαν ένα μουσείο, γεμάτο αναμνηστικά, τα οποία τον βοηθούσαν να συνθέσει την ιστορία. Η παρουσία και ο λόγος του με έκαναν να αλλάξω κατεύθυνση και αντί για ένα ντοκιμαντέρ που να εξηγεί περισσότερο το έργο του, άφησα να το οδηγήσει ο ίδιος με την αφήγησή του. Μέσα απ’ αυτήν, άλλωστε, έβγαινε και η διαδρομή του στη ζωή και την τέχνη, αλλά και η πορεία του στα νεοελληνικά πράγματα. Μιλούσε για τα πάντα με απλό και αφτιασίδωτο τρόπο και αναφερόταν σε ό, τι έκανε, το οποίο με τον ένα ή τον άλλον τρόπο συνδέθηκε με όλη την πολιτιστική πορεία της χώρας και με τη γενιά του ’30».

Με την ίδια απλότητα ο Μόραλης αντιμετώπισε και το κινηματογραφικό συνεργείο που τον παρακολουθούσε, χωρίς να θελήσει να αλλάξει ή να ζητήσει κάτι. «Δεν ήταν καθόλου παρεμβατικός. Αφέθηκε, χωρίς να επέμβει σε κανένα στάδιο της ταινίας. Ηρθε μόνο στο τέλος και την είδε όταν ήταν έτοιμη και μονταρισμένη, επειδή εμείς θελήσαμε να του τη δείξουμε και του το ζητήσαμε».

Το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει έναν άνθρωπο ευχάριστο και χαμογελαστό με πολλές ανεκδοτολογικές αναφορές. Το ίδιο θυμάται και ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος. «Εβλεπε τη ζωή με χιούμορ σε όλες τις καταστάσεις και ακόμη και όταν αναφερόταν σε κρίσιμες στιγμές θυμόταν κάτι ευτράπελο να πει. Ηταν ένας ζωντανός άνθρωπος, που η μόνη του επιφύλαξη ήταν ότι δεν ήθελε να μιλήσουμε πολύ για το έργο του. Δεν ήταν άνθρωπος που σκεφτόταν την υστεροφημία. Με τη ζωντάνια του πήρε την ταινία και της έδειξε τον δρόμο. Ηταν συνεργάσιμος, ένας πλούσιος σε εμπειρίες άνθρωπος και τόσο ομιλητικός, που κάποιες στιγμές είχαμε πρόβλημα στο μοντάζ! Ηταν αυθεντικός και χειμαρρώδης».

  • Στην Αίγινα

Παρ’ όλα αυτά, ο Γιάννης Μόραλης, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών, είχε και απόλυτη συναίσθηση της ηλικίας και του τέλους που πλησίαζε. «Κάθε χρόνο περνούσε το καλοκαίρι στην Αίγινα. Πήγαινε τον Μάιο και γύριζε τον Οκτώβριο. Ελεγε τότε: “Να δούμε αν θα πάω, αν θα τα καταφέρω”. Ομως κι αυτό το έλεγε χωρίς μεμψιμοιρία».

Επειτα από ένα χρόνο συνεργασίας και συχνών συναντήσεων ποια είναι η εντύπωση που άφησε ο Γιάννης Μόραλης στον Στέλιο Χαραλαμπόπουλο; «Σε ανθρώπινο επίπεδο ήταν πολύ ζεστός, εξαιρετικά ευγενής, με απλότητα και σεμνότητα που είχε και ως καλλιτέχνης. Τον γνώρισα κοντά στα 90 του χρόνια, όμως μ’ άρεσε σ’ αυτόν τον άνθρωπο ότι δεν ήθελε να επιδειχθεί, ότι δεν τού άρεσαν οι μεγαλοστομίες».

Ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος, που αυτή την περίοδο μοντάρει την ταινία μυθοπλασίας «Υπογραφή», έχει ασχοληθεί συστηματικά με το ντοκιμαντέρ και ειδικά με τα πορτρέτα. Εχει σκηνοθετήσει το «Ημερολόγια καταστρώματος - Γιώργος Σεφέρης» και το «Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη». Το κίνητρο για να ασχοληθεί με τον Γιάννη Μόραλη, όπως λέει ο ίδιος, ήταν ότι «αυτός ο άνθρωπος έχει συμπορευτεί με τη γενιά του ’30. Αν και είχε ηλικιακή διαφορά με τους υπόλοιπους καλλιτέχνες της γενιάς αυτής, καθώς μπήκε στη σχολή Καλών Τεχνών σε ηλικία μόλις 15 ετών, βρέθηκε να συνδημιουργεί με πολύ σημαντικούς ανθρώπους. Μέσα από το έργο του χαρακτηρίζεται μια ολόκληρη εποχή. Αυτός είναι ο ένας λόγος που η προσωπικότητά του με έκανε να θέλω να ασχοληθώ μαζί του περισσότερο. Ο δεύτερος είναι ότι ο ίδιος είχε μια μεγάλη εξέλιξη ως καλλιτέχνης στη δουλειά του. Η αλλαγή που σημείωσε από τα πιο αναπαραστατικά έργα της παλιότερης περιόδου του στα περισσότερο αφαιρετικά που ακολούθησαν, ήταν μια προσωπική εξέλιξη και πρόοδος που πάντα με εντυπωσίαζε».

Η «Κ» προσφέρει Γιάννη Μόραλη

Η «Καθημερινή» τιμά έναν από τους μεγαλύτερους Ελληνες ζωγράφους και προσφέρει δωρεάν την επόμενη Κυριακή 24 Ιανουαρίου, ένα DVD με το ντοκιμαντέρ «Γιάννης Μόραλης», που σκηνοθέτησε ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος. Η ταινία, που είναι παραγωγή του 2005, τιμήθηκε με το Βραβείο Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) στο 8ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Saturday, January 16, 2010

Απολογισμός ενός... ανέστιου μουσείου

Ανέστιο και ταλαίπωρο παραμένει το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ). Αν κι έχουν περάσει δέκα χρόνια απο τότε που θεσμοθετήθηκε η λειτουργία του εξακολουθεί να ζει στο... νοίκι, καθώς το παλιό εργοστάσιο “Φιξ” στη Λεωφόρο Συγγρού δεν είναι ακόμη έτοιμο να υποδεχθεί τις συλλογές και τη γενικότερη λειτουργία που απαιτεί ένα σύγχρονο, και μάλιστα Εθνικό Μουσείο. Τα έργα ανακατασκευής του Φιξ προχωρούν με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς από την εποχή που καταγγέλθηκε η σύμβαση με την εργολήπτρια εταιρεία και είναι αμφίβολο αν μέσα στο χρονικό περιθώριο των τριών ακόμη χρόνων αναμονής που θέτει ως “όριο αντοχής” η σημερινή καλλιτεχνική του διευθύντρια κ. Αννα Καφέτση θα έχει αίσιο τέλος.

Παρά ταύτα, το Μουσείο “πρόσφυγας” κάνει ό,τι είναι δυνατόν να σχεδιάσει το παρόν αναδεικνύοντας τις έως τώρα δράσεις του. Αυτόν τον σκοπό υπηρετούσε η συνέντευξη - απολογισμός που έδωσε η κ. Καφέτση στους χώρους του Ωδείου Αθηνών, σημερινή κα προσωρινή του κατοικία. «Το Μουσείο υπάρχει!» είπε η κ. Καφέτση αναφερόμενη στο εκθεσιακό του πρόγραμμα, στον εμπλουτισμό των ισχνών του συλλογών του, στην ανταπόκριση του κοινού όλα αυτά τα χρόνια φέρνοντας αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξή του. Ποια είναι αυτά; Στα δέκα χρόνια που λειτουργεί έχει αποκτήσει μια μόνιμη συλλογή συλλογή με 660 έργα, έχει κάνει 49 εκθέσεις τις οποίες έχουν επισκεφθεί 160.000 πολίτες. Καθόλου ασήμαντα όλα αυτά ως νούμερα και ως ποιότητες, αλλά ένα μουσείο χωρίς "σταθερές", που δεν έχει ιδιόκτητο χώρο ούτε αποτελεί διακριτό σήμα στην πόλη, η συνέχειά του παραμένει εξόχως προβληματική για το ίδιο και τους δυνητικούς επισκέπτες του. Η Άννα Καφέτση δεν έκρυψε ότι τα αποθέματα της υπομονής έχουν αρχίσει να εξαντλούνται από το μάκρος της δικαστικής περιπέτειας με την ανάδοχο εταιρεία "Βιοτερ Α.Ε.", διαμάχη που αναμένεται να λήξει εντός του Γενάρη, οπότε θα εκδικαστούν τα ασφαλιστικά μέτρα.

Όπως όμως και αν εξελιχθούν τα πράγματα, το έργο του Μουσείου δεν πρόκειται να σταματήσει. Στόχοι της επόμενης τριετίας είναι ο εμπλουτισμός των συλλογών του και η υλοποίηση του εκθεσιακού του προγράμματος παρά τις μεγάλες οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει λόγω της οικονομικής κρίσης και τής, σε κάθε περίπτωση ελλειμματικής, κρατικής επιχορήγησης. [Η ΑΥΓΗ: 15/01/2010]